Πνευματικές Νουθεσίες 1(67)

Έτος 10ο                                                                                                   Φύλλο 1(67)

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ

Πόνημα Νεανικής Συντροφιάς Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Λιβαδειάς

« Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός »

(διαδικτυακή κυκλοφορία: http://www.inevagelistrias.wordpress.com)

Ο ΤΣΟΜΠΑΝΟΣ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Αυτός ο τσοµπάνος, που πήγε στον Παράδεισο, τον λέγανε Μαυρογένη, γιατί είχε µαύρα γένια και ζούσε µε την γυναίκα του απ’ τον κόσμο µακρυά, µε τα ζωντανά του και δεν κατέβαινε στο χωριό, παρά µονάχα για να πουλήσει τα τυριά του και να ψουνίση τα χρειαζούµενα, ξεκίνησε να λέει ο Προκόπης. Μιαν ημέρα το λοιπόν, όπου βρέθηκε στο χωριό για τις δουλειές του, πήγε να ανάψει ένα κερί στην εκκλησιά, γιατί ήτανε θεοφοβούμενος και καλής ψυχής άνθρωπος. Εκεί µιλούσεν ο παπάς στους χωριανούς του και τους έλεγε το κήρυγμα για τον ίσιον δρόμο του Θεού, που πάει ολόισια στον Παράδεισον, αν δεν στρίβουµε δεξιά κι αριστερά. Πρέπει να τραβούµεν ίσια και να είµαστε συµπονετικοί για κάθε άνθρωπον, όταν έχει την ανάγκην µας. Νάµαστεν δηλαδή ψυχηκάρηδες και να ελεούμε, γιατί το ίδιο κάνει και ο Θεός και ελεεί τον κόσµον όλον για να ζει και να πορεύεται. Κι όποιον δει πως κάνει κι αυτός το ίδιο, τον συµπαθά πολύ και τον παίρνει στον Παράδεισον, όπου είναι η ζωή µεγαλείο ατελείωτον! «Έτσι τα έλεγεν ο παπάς κι έτσι πρέπει να είναι, κατά την γνώµην µου. Η Εκκλησία δεν λέγει ποτέ της ψέματα και γιατί να τα πει μαθές;».

‘Όλοι ακούγαμε τον απλοϊκόν τσοµπάνο, που μιλούσε µε τον δικό του παραστατικόν τρόπο και κάθε λίγο σκούπιζε τα µουστάκια του, άγνωστον γιατί, και δεν έδειχνε δυσκολία στο να εκφραστεί αυθόρµητα και να πει την πίστη του. Ο φίλος µου, που είχε ενθουσιασθεί, ρώτησε, συντομεύοντας την μικρή παύση στην διήγηση του Προκόπη: – Και μετά τι έγινε: Πώς πήγε στον Παράδεισον; – ‘Όταν γύρισε στο καλύβι του, το είπε στην γυναίκα του χαρούμενος αυτό το ευχάριστο μαντάτο και της είπε πως θα πάει την άλλη μέρα να συναντήσει τον Θεό. ‘Έτσι κι έγινε. Την άλλη µέρα πήρε ψωμοτύρι µαζί του, χαιρέτισε την κυρά του και ξεκίνησε για τον Παράδεισο. Πήρε τον ίσιον δρόμο και προχωρούσε ανάµεσα στα χωράφια, χωρίς να στρίβει δεξιά κι αριστερά, όπως είπεν ο παπάς και το βραδινό κοιµήθηκε κάτω από ένα δέντρο και συνέχισε την άλλη µέρα τον ίσιο δρόμο για τον Παράδεισο. ‘Εφαγε και το ψωμοτύρι, που είχε µαζί του και συνέχισε και την τρίτη µέρα και την τέταρτη. Το ένα βουνό ανέβαινε, το άλλο κατέβαινε. Την πέµπτη µέρα πείνασε πολύ και σκέφτηκε τι να κάνη και πού να βρει τροφή. Κι όταν ανέβηκε το βουνό, που ήταν µπροστά του, είδε στην απέναντι πλαγιά ένα Μοναστήρι. ‘Έσυρε λοιπόν και πήγε. Χτύπησε την πόρτα και ζήτησε βοήθεια. Ευτυχώς το Μοναστήρι βρισκόταν πάνω στον δρόμο του. Τον βάλανε λοιπόν µέσα στην εκκλησιά του Μοναστηριού να περιµένει, ώσπου να του φέρουνε τίποτε φαγώσιµο. Κι έβλεπε ολόγυρα τις εικόνες και τις θαύµαζε, όλες του φαινότανε ζωντανές, ολοζώντανες. Μόνο, που δεν µιλούσανε. Κι όταν έστρεψε το µάτι του και είδε στον σταυρό σταυρωµένον κι ολόγυμνο και µατωµένον τον Χριστό, αναφώνησε:

-‘Ωχου, το παλληκάρι, το λαβώσανε οι άτιµοι! ‘Ωχου και τον έχουν κρεµασµένον ακόµα! – Την ίδια στιγµή, ένας καλόγερος του έφερε λίγα φαγώσιµα, τάβαλε πάνω στον πάγκο και τούπε να φάει, συνέχισε ο Προκόπης. Ο καλόγερος όμως µπαίνοντας τον άκουσε, που µιλούσε στον σταυρωµένον και τον ρώτησε: Μιλούσες µε κανέναν, αδερφέ; Ο Μαυρογένης, που υποψιάστηκε τον καλόγερον, πως είναι απ’ αυτούς, που τον σταυρώσανε, δεν είπε τίποτα.

Κι όταν έφυγε ο καλόγερος φώναξε στον σταυρωµένον: – ‘Έ, παλληκάρι! Μπορείς να κατέβεις από κει πάνω, να ‘ρθης να φάμε µαζί αυτά, που µου φέρανε; Θες να ‘ρθώ να σε κατεβάσω εγώ; -‘Οχι. Μπορώ και µόνος µου να κατέβω. ‘Ερχοµαι. – Κατέβηκε το λοιπόν ο Σταυρωµένος κάτω, συνέχισε ο Προκόπης την αφήγησή του, κάθισε στον πάγκο κι έφαγε κι έπιασε κουβέντα µε τον τσοµπάνο. Εκείνος τούπε να τον πάρει µαζί του, τώρα που πάει να συναντήσει τον Θεό. «Θέλεις να σε πάρω κι εσένα; Ο Θεός είναι καλός και θα σε λυπηθεί και θα σε βάλει και σένα στον Παράδεισο. Εγώ γι’ αυτό πάω στον Θεό. ‘Ερχεοαι µαζί µου;». Δεν πρόλαβε όμως ο Σταυρωµένος ν’ αποκριθεί, γιατί ακούστηκε να έρχεται ο καλόγερος. Τότε ο Σταυρωµένος ξανανέβηκε γρήγορα πάνω στον σταυρό κι έμεινε µε ανοιγμένα χέρια. Και ο καλόγερος ρώτησε τον τσοµπάνο: – Τώρα µη µου πεις πως δεν µίλαγες µε κανέναν. Σ’ άκουσα µε τα ίδια µου τ’ αυτιά. Λέγε µε ποιον µιλούσες; Ο Μαυρογένης φοβήθηκε στην αρχή, δίστασε και στο τέλος είπε στον καλόγερο πως μιλούσε με το κρεμασμένο αυτό παλληκάρι, που το λυπήθηκε και το κάλεσε να φάνε μαζί το βρισκόμενο. Και είπε στον καλόγερο: – Μη με μαρτυρήσεις, άγιε καλόγερε, αλλά θέλω να πάω στον Παράδεισο και ο παπάς του χωριού μας είπε να πάρουμε τον ίσιο δρόμο και να είμαστε ψυχοπονιάρηδες. Κατάλαβες; Το λυπήθηκα λοιπόν το παλληκάρι και το κάλεσα να πάρει κι αυτό μια μπουκιά ψωμί. Κακό έκανα; – ‘Οχι, όχι, καλά έκανες και πάντα να συμπονάς τους αναγκεμένους, αποκρίθηκε κατάπληκτος ο καλόγερος με τα όσα του είπε ο τσομπάνος. Κι έτρεξε και τα φανέρωσε όλα στον Ηγούμενό του. ‘Ύστερα, λέγει η ιστορία, φτάσανε όλοι οι καλόγεροι με τον Ηγούμενο στην εκκλησιά και βάλανε μετάνοια στον τσομπάνο, που έφαγε μαζί με τον Σταυρωμένο Χριστό και τον παρακαλέσανε να πει καμμιά καλή κουβέντα και γι’ αυτούς, όταν συναντήσει τον Θεό. – Άμα τον δω τον Θεό, θα του πω και για σας, αλλά γιατί το κρατάτε σταυρωμένο το παλληκάρι; Τι σας έκανε; Κατεβάστε το να φάει και να ντυθεί, που είναι ολόγυμνος και πληγωμένος. Κι αν δεν τον θέλετε εσείς εδώ, τον παίρνω εγώ μαζί μου.

Εκείνοι κοκκαλώσανε απ’ την καλοσύνη και την αθωότητα του Μαυρογένη και, αφού του δώσανε όλα τα χρειαζούμενα, τον συνόδεψαν κάμποσο στον ίσιο δρόμο πού ακολουθούσε κι όταν εκείνος απομακρύνθηκε, τον βλέπανε που δεν πάταγε στην γη, αλλά περπατούσε στον αέρα μέχρι, που χάθηκε απ’ τα μάτια τους.

Από το βιβλίο του Π. M. Σωτήρχου «Οι εραστές του παραδείσου» εκδ. Αστήρ.

 

 

ΚΑΛΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΕΤΟΣ