Πνευματικές Νουθεσίες 2(68)

Έτος 10ο                                                                                   Φύλλο 2(68)

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ

Πόνημα Νεανικής Συντροφιάς Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Λιβαδειάς

« Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός »

(διαδικτυακή κυκλοφορία: http://www.inevagelistrias.wordpress.com)

Μικρός ή μεγάλος

Ο Γιώργης ζούσε σ΄ ένα χωριό απ΄αυτά που θες πολλές στροφές κι ανηφόρες να διαβείς για να το φτάσεις, απ΄ αυτά που χάνονται πάνω στα βουνά, ανάμεσα σε λόφους και χαράδρες.

Είχε ζωή μέσα του κι ο Γιώργης και το χωριό. Γύρω στα 1970, τα χωριά ήταν σαν πόλεις. Έτσι είχε κανά δυο – τρία κρεοπωλεία, χασαποταβέρνες δηλαδή, μπακάλικα αρκετά, καφενεία, ένα σύγχρονο για την εποχή εκείνη φαρμακείο, ιατρείο, τσαγκάρικο, μέχρι και κινηματόγραφο, όπως έλεγαν τότε, έπαιζαν εκ περιτροπής στα καφενεία.

Μα έφταναν αυτά; Όχι. Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι κι ο Γιώργης, ήθελε πιο πολλά. Έτσι, καθώς «μεγάλωσε», όπως έλεγε όταν πήγε στα είκοσι, έφυγε απ΄ το χωριό, πήγε στην πόλη. Βρήκε δουλειά σ΄ ένα ραφείο. Το αφεντικό, τρεις ράφτες κι ο Γιώργης. Στην αρχή ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές, πήγαινε τα τόπια και τις κλωστές από εδώ κι από εκεί, από τον ένα στον άλλον ράφτη, σκούπιζε, έκανε ό,τι του ζητούσαν. Παράλληλα, έβλεπε πώς έκαναν, πώς έραβαν. Γρήγορα δοκιμάστηκε στη ραφή, δυσκολεύτηκε, πάλεψε, έμαθε. Μεγάλωσε μέσα σε πέντε χρόνια, αντρώθηκε. Είχε απαιτήσεις απ΄ τη ζωή του, έπρεπε κάτι να κάνει. «Πώς θα γίνω «μεγάλος» και τρανός;», σκέφτηκε. Καθώς ήξερε και καλά τη δουλειά και δεν είχε γνωρίσει κάτι άλλο στη ζωή του, έβαλε στο μάτι το μαγαζί του αφεντικού του, δηλαδή έβαλε στο μάτι την μοναχοκόρη του, που ήταν δεκαπέντε τότε κι όπως ήταν κι όμορφος, πεισματάρης και καλοσυνάτος, δεν άργησε στον σκοπό του.

Παντρεύτηκαν μετά από δύο χρόνια και η Ειρήνη, η γυναίκα του, τον κοιτούσε συνέχεια μες στα μάτια. «Ο Γιώργης μου κι ο Γιώργης μου», το πήγαινε. Μα ο Γιώργης πού, αδιαφορία, το μαγαζί στο μυαλό του, να αυξήσει την περιουσία, να αποκτήσει πλούτη, να γίνει ξακουστός. Στα χρόνια τα επόμενα εικοσιπέντε που ακολούθησαν, έκαναν τρία παιδιά, πέθαναν ο πατέρας και η μητέρα της Ειρήνης, ο Γιώργης άλλαξε την ταμπέλα του μαγαζιού, έβαλε τ΄ όνομά του, άνοιξε άλλα δύο ραφεία σ΄ αυτή και σε ακόμα μία πόλη κι ήταν πια «μεγάλος και τρανός», όπως είχε πει κάποτε.

Ένα από τα πολλά βράδια, που γύρισε αργά όπως πάντα στο σπίτι, μεθυσμένος και ζαλισμένος όπως ήταν, ξάπλωσε στον καναπέ. Το πρωί, όταν ξύπνησε, φώναξε την γυναίκα του να του φτιάξει καφέ, αυτή όμως δεν απαντούσε. «Τι πράγματα είναι αυτά», σκέφτηκε. «Θα μείνω χωρίς καφέ σήμερα;» και πήγε προς την κρεβατοκάμαρα. Εκεί πάνω στο κρεβάτι βρήκε, αντί για την Ειρήνη, ένα γράμμα σ΄ ένα φύλλο χαρτιού. «Γιώργη, τόσα χρόνια πάλεψες, δούλεψες, έγινες πλούσιος, έκανες τη ζωή σου. Εγώ όμως δεν ήμουν μέσα σ΄ αυτή, γιατί μόνη μου μεγάλωσα τα παιδιά μας, όταν εσύ γύρναγες από εδώ κι από εκεί μέρες και νύχτες. Φεύγω κι εγώ, τώρα που τα παιδιά μας έκαναν δικές τους οικογένειες και είναι ανεξάρτητα. Φεύγω μ΄ έναν από τους υπαλλήλους σου, να ζήσω τη ζωή μου, να ζήσω κι εγώ τη μεγάλη ζωή. Σε αφήνω. Ειρήνη».

Στην αρχή ο Γιώργης έψαχνε να βρει με ποιον υπάλληλο έφυγε, τον αναζήτησε όταν κατάλαβε ποιος ήταν, αυτόν και την Ειρήνη, θύμωσε και πίστεψε ότι θα τους έβρισκε και θα εκδικούνταν. Πέρασαν έτσι έξι μήνες. Ο θυμός άρχισε να φεύγει, ερχόταν η προσμονή. Προσμονή για ποιον λόγο; Για την Ειρήνη; Να γυρίσει; Αφού τα είχε όλα κι ακόμα πιο πολλά απ΄ αυτά που προσδοκούσε στη ζωή του. Κι όμως, είχε ψηλώσει η καρδιά του κι έχασε την αγάπη της γυναίκας του. Το κατάλαβε.

Τότε πήρε την μεγάλη απόφαση. Πούλησε και τα τρία μαγαζιά του και σκέφτηκε να γυρίσει στο χωριό. Έτσι κι έκανε. Αναπαλαίωσε το σπίτι του πατέρα του κι αποσύρθηκε. Είχε αρκετά χρήματα, τι να τα κάνει όμως; Έχασε την αληθινή αγάπη και πλέον την αναζητούσε μέσα από ελεημοσύνες κι αγαθοεργίες, για να νιώσει ότι την προσφέρει και τη δέχεται απλόχερα.

Είχε περάσει πλέον ενάμισης χρόνος. Η μεταστροφή του πλέον ήταν εμφανής στους πολλούς. Έκανε απλή ζωή, όπως όταν ήταν μικρός. Το χωριό είχε αλλάξει, είχαν κλείσει πολλά μαγαζιά, αλλά αυτός εκεί, έψαχνε να βρει την μικρότητά του, την αναξιοσύνη του. Μετάνοια στην κυριολεξία, άλλαξε τον νου του. Έγινε «μικρός» κι όχι «μεγάλος».

Εξομολογήθηκε τα πάντα στον ιερέα του χωριού και πρόσμενε καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Τι; Τίποτα, ίσως και τα πάντα. Κάθε μέρα, αποφάσισε να πηγαίνει στο Ιερό Σαρανταλείτουργο, επί σαράντα μέρες δηλαδή στη θεία λειτουργία, που τελούνταν στην εκκλησία του χωριού ως τα Χριστούγεννα και παράλληλα νήστευε. Έγραψε και τα ονόματα, το δικό του, των παιδιών και τόλμησε και της Ειρήνης, καθώς και τα πεθαμένα του και τα έδωσε απ΄ την πρώτη κιόλας λειτουργία στον παπά.

Στη δέκατη όγδοη λειτουργία, καθώς κοινώνησε και πήρε αντίδωρο, είδε την Ειρήνη να βγαίνει από το μισοσκόταδο των πίσω στασιδιών στο φως που έπεφτε από πάνω, από τα παράθυρα του τρούλου. Ειρήνη ήρθε στην ψυχή του, ειρήνη κι αγάπη κι όχι θυμός κι απωθημένο. Τον πλησίασε. «Συγχώρεσέ με», του είπε. «Ήθελα κι εγώ να ζήσω τη ζωή μου, τα πάθη μου, έτσι νόμιζα. Μετάνοιωσα. Μ΄ εσένα πάντα ήταν η ζωή μου, με τα παιδιά μας».

Τη δέχτηκε, αυτό ήταν. Αυτό ήταν τελικά που περίμενε αυτά τα Χριστούγεννα, αυτό το Σαρανταλείτουργο και δεν το είχε καταλάβει. Την επόμενη μέρα κι όλες τις μέρες ως τα Χριστούγεννα, συνέχισαν και οι δύο πλέον να πηγαίνουν στην εκκλησία, «για την σωτηρία της ψυχής μας τώρα», όπως του είπε κι η γυναίκα του. Έτσι, κοινώνησαν την Άγια μέρα των Χριστουγέννων και οι δύο και μαζί με τον Χριστό, αναγεννήθηκαν κι αυτοί, ξαναβαπτίστηκαν.

Ο Γιώργης τελικά από «μεγάλος και τρανός», ξανάγινε «μικρός». Τώρα όμως είχε γίνει «μεγάλος» πραγματικά, με την κάθαρση της ψυχής του.

(διήγημα για το Άγιο Σαρανταλείτουργο)

 

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ