Πνευματικές Νουθεσίες 5(58)

Έτος 8ο                                                                                                         Φύλλο 5(58)

  

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ  ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ   

Πόνημα Νεανικής Συντροφιάς Ι.Ν.Ευαγγελιστρίας Λιβαδειάς

« Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός »

(διαδικτυακή κυκλοφορία: http://www.inevagelistrias.wordpress.com)

 Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ (απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του)

 

Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη».

Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να…τo ’χα, δεν το ’δινα κανενός. Κι αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο». 

Έφυγαν αυτοί. Κι έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν. Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο.

Πήγε να ’νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια. Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.

Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα. Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται.

Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές.

Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα (κρέατα) ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς ούλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία. 

Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον.

Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα:

«Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας». 

Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα. Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι: «Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω».

Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν. Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του, «τον Πάπαν να καταράσθε ως αίτιον». Θέλω να το βλέπω κοντά στα ’κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας, τρομάρα τους.

Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. Και βγήκαν ακόμη να ’ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες. Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!

Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους.

Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. 

Ντροπή Έλληνες! 

Στρατηγός Μακρυγιάννης

 

Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

 «Καὶ της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος» του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε

στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Χαραλάμπους Πολυγώνου ἢ Πεδίου τοῦ Ἄρεως τὴν 25-3-1962.

«Καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος»(Λουκ. 1,33)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἱερὰ ἡμέρα, διπλῆ ἑορτή. Εἶναι διπλὸς ὁ εὐαγγελισμὸς ποὺ πανηγυρίζουμε. Ὁ ἕνας, ὁ πρῶτος καὶ αἰώνιος εὐαγγελισμός, εἶναι ὅτι ἡ ἁγία Τριὰς ἀποφάσισε τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ Ἐκεῖνος ποὺ δὲν τὸν χωροῦν οἱ οὐρανοὶ ἦλθε καὶ σκήνωσε στὰ σπλάγχνα τῆς Παναγίας· ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τῆς Παρθένου, γιὰ νὰ ἀνυψώσῃ τὸν πεσμένο ἄνθρωπο. Τὸ ἄλλο θαῦμα εἶναι, ὅτι τέτοια ἅγια μέρα διάλεξαν οἱ πρόγονοί μας γιὰ νὰ διακηρύξουν στὸν κόσμο ὅτι ἀποφάσισαν νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι.

Καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι θαύματα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἔδειξε ὅτι ζῇ καὶ βασιλεύει καὶ ἡ βασιλεία του εἶναι ἀκατάλυτη, ὅπως ἀκούσαμε στὴν Προφητεία τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.

Ὅταν, ἀγαπητοί μου, ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἦλθε στὴ Ναζαρέτ, ἀνήγγειλε στὴν Παρθένο Μαρία τὸ εὐχάριστο μήνυμα ὅτι θὰ γεννήσῃ υἱὸν κατὰ τρόπο ὑπερφυσικὸ καὶ θαυμαστό, ὅτι σ᾽αὐτὸν θὰ δοθῇ τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς», ὅτι ὁ Υἱός της θὰ καθήσῃ σὲ θρόνο ἔνδοξο καὶ ὅτι τῆς βασιλείας αὐτοῦ «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,31-33), θὰ βασιλεύσῃ δηλαδὴ αἰωνίως.

Καὶ μόνο τὰ λόγια αὐτὰ νὰ κρατήσουμε, ποὺ οἱ ἅγιοι πατέρες τὰ συμπεριέλαβαν καὶ στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως (ἄρθρ. 7), εἶναι ἀρκετὰ ν᾽ ἀποδείξουν ὅτι ἡ πίστη μας εἶνε ἀληθινή, ὅτι ὁ Χριστός μας εἶναι Θεός.

Διότι ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ γιὰ ἕνα βρέφος, ποὺ τώρα συλλαμβάνεται στὴ μήτρα, νὰ προφητεύσῃ καὶ νὰ πῇ ποιό θὰ εἶναι τὸ μέλλον του καὶ μάλιστα ὅταν αὐτὸ εἶναι παιδὶ μιᾶς φτωχῆς καὶ ἄσημης κόρης; Κανείς ἀσφαλῶς. Καὶ ὅμως ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εἶπε, ὅτι θὰ γίνῃ «μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται,… καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (ἔ.ἀ.).

Ἂς ἐξετάσουμε, τὴν ἅγια αὐτὴ μέρα καὶ ἂς δοῦμε πῶς ἐπαληθεύουν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἀρχαγγέλου γιὰ τὴ βασιλεία καὶ τὸ θρόνο του.

  1. Ἡ βασιλεία του. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ εἶπε τὴν προφητεία αὐτὴ ὁ Γαβριὴλ μέχρι σήμερα πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες. Μέσα στὸ διάστημα αὐτὸ πόσοι βασιλιᾶδες, πόσοι αὐτοκράτορες, πόσοι κυβερνῆτες δὲν πέρασαν ἐπάνω στὴ φλούδα τῆς γῆς! Πόσων τὰ ὀνόματα δὲν ἔκαναν κρότο, κατέπληξαν τὴν κοινὴ γνώμη, ἔγιναν πασίγνωστα, ἀλλὰ σήμερα ἔχουν λησμονηθῆ! Τὸ ὄνομα ὅμως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο εἶναι γνωστὸ ἀλλὰ καὶ λατρεύεται.

«Καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος». Ἡ προφητεία αὐτὴ ἀποκτᾷ ἀκόμη μεγαλύτερη ἀξία, ὅταν σκεφθοῦμε ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ πολεμήθηκε λυσσωδῶς. Τὸν πολέμησαν μὲ μανία ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας, γιὰ νὰ σβήσουν τὴν ἀνάμνησί του. Ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀναφέρω τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ τὸν παραβάτη. Αὐτός, μολονότι προηγουμένως ἦταν Χριστιανός, ἀποσκίρτησε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποφάσισε νὰ διώξῃ τὴνΧριστιανικὴ πίστη. Ἀπαγόρευσε μὲ διατάγματα στοὺς Χριστιανοὺς νὰ κρατοῦν στὰ χέρια τους τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ πηγαίνουν στὰ σχολεῖα καὶ νὰ μορφώνωνται, νὰ συμμετέχουν στὴ δημόσια ζωή, ἀκόμα καὶ νὰ ὀνομάζονται Χριστιανοί· διέταξε νὰ ὀνομάζονται περιφρονητικῶς «Γαλιλαῖοι».

Ἔλαβε ὅλα τὰ μέτρα καὶ ἐκαυχᾶτο ὅτι σὲ λίγα χρόνια ὁ Χριστιανισμὸς θὰ σβήσῃ. Ἐν τούτοις ἡ «προφητεία» του δὲν ἐκπληρώθηκε. Ἀντιθέτως, ἐπαλήθευσαν τὰ λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ. Τὸ τέλος τοῦ Ἰουλιανοῦ ἦταν οἰκτρό. Ὅπως γράφουν σύγχρονοι ἱστορικοί, σὲ ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν πληγώθηκε θανάσιμα στὸ στῆθος ἀπὸ βέλος καὶ ὅταν πλέον ψυχορραγοῦσε γέμισε τὴ φούχτα του μὲ αἷμα ἀπὸ τὴν πληγή, τὸ σκόρπισε στὸν ἀέρα καὶ εἶπε·

«Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε», Χριστὲ μ᾽ ἔχεις νικήσει. Ὁ Ἰουλιανὸς βεβαιώνει, ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀκατάλυτη. «Καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος».

Τὸ Χριστὸ ὅμως πολέμησαν ὄχι μόνο ἄνθρωποι τοῦ ξίφους, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωποι τῆς πέννας. Καὶ ὁ πόλεμος μὲ τὴν πέννα, μὲ λόγους καὶ συγγράμματα, δὲν εἶναι μικρός. Ἕνας τέτοιος ἐχθρὸς στὸ Παρίσι ―ἀποφεύγω ν᾽ ἀναφέρω τὸ ὄνομά του― ἔβγαλε βιβλίο ποὺ μεταφράσθηκε σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ ἔλεγε, ὅτι ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια δὲν θὰ ὑπάρχῃ Χριστιανισμός, οἱ ἅγιοι θὰ εἶναι στὰ μουσεῖα κι ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν θὰ τὸ πιάνῃ κανεὶς στὰ χέρια του. Αὐτὰ ἔλεγε· ἀλλ᾽ ἀντὶ γιὰ τὶς προβλέψεις του πραγματοποιήθηκαν τὰ λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου. Μετὰ πενήντα χρόνια ἔγινε τὸ ἀντίθετο· τὸ σπίτι ποὺ καθόταν ὁ ἄθεος πουλήθηκε, τὸ ἀγόρασαν ἄλλοι καὶ τὸ ἔκαναν βιβλιοπωλεῖο ποὺ διαδίδει τὴ Βίβλο.

  1. Ὁ θρόνος του. Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα στὸν ἴδιο στίχο λέει καὶ γιὰ τὸ θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Ποιός εἶναι καὶ ποῦ βρίσκεται ὁ θρόνος του; Μπορεῖ νὰ ἔρθουν χρόνια ―καὶ θὰ ἔρθουν, ἀφοῦ τὸ γράφει ἡ Ἀποκάλυψις―, ποὺ ἡ κόλαση θὰ βγάλῃ ἔξω ὅλους τοὺς διαβόλους· θὰ παρουσιασθοῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ στὸν κόσμο καὶ ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν ἀντίχριστος. Αὐτοὶ μπορεῖ νὰ γκρεμίσουν τὰ καμπαναριὰ καὶ τὶς ἐκκλησίες, νὰ κάψουν τὶς εἰκόνες καὶ τὰ Εὐαγγέλια, νὰ ἐξοντώσουν τοὺς ἱερεῖς· ἐντούτοις ὁ θρόνος τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ καταλυθῇ. Διότι δὲν εἶνε θρόνος ὑλικός, μέσα σὲ κάποιο κτήριο. Ὁ θρόνος του εἶναι ἡ καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου ποὺ πιστεύει σ᾽ αὐτὸν ὡς Θεὸ καὶ Λυτρωτή. Ἐκεῖ μεσα

βασιλεύει ὁ Χριστός· βασιλεύει διὰ τῆς ἀγάπης, διὰ τῆς ἐλπίδος, διὰ τῆς πίστεως. Καὶ ἕνας τέτοιος θρόνος εἶναι ἀκατάλυτος.« Καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος ».

Ὦ ἀδελφοί μου, πόση χαρὰ πρέπει νὰ νιώθουμε ποὺ ἀνήκουμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ! Δὲν εἶναι ἡ πίστη μας ἕνα ψέμα, ἕνας θρῦλος, ἕνα ποίημα, μιὰ φιλολογία· εἶνε πραγματικότης, ἡ πιὸ μεγάλη πραγματικότης. Ναί, ἀνήκουμε στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ποθοῦμε. «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», λέμε κάθε φορὰ στὸ «Πάτερ ἡμῶν»(Ματθ. 6,10).

Ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, παρακαλοῦμε νὰ ἔρθῃ ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔρθῃ, χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Διότι πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ἡ βασιλεία αὐτή, ποὺ εἶναι ἕνα ὅραμα, μιὰ ἐλπίδα, μιὰ προσδοκία, τώρα βρίσκεται ἀκόμα στὰ χείλη μόνο τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἁπλῶς στὰ χείλη μας· πρέπει νὰ εἶναι πραγματικὸς βασιλιᾶς καὶ Κύριος.

Ἀπὸ τὰ χείλη πρέπει νὰ πάῃ στὴν καρδιά μας. Σήμερα, τέτοια ἅγια ἡμέρα, ποὺ ἑορτάζουμε καὶ οἱ καρδιές μας εἶναι γεμᾶτες εὐγνωμοσύνη γιὰ τὰ ἐξαίσια αὐτὰ γεγονότα καὶ γιὰ τὴν ἐθνική μας παλιγγενεσία, ἐὰν θέλουμε πραγματικὰ νὰ συνεχίσουμε τὴν πορεία μας καὶ νὰ ὑπάρχῃ ἡ πατρίδα καὶ ν᾽ ἀναπνέουμε ἐλεύθεροι κ᾽ ἐμεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοί μας καὶ νὰ μὴ σβήσῃ τὸ ἔθνος αὐτό, σήμερα ἕνα εὔχομαι· νὰ ὑποταχθοῦμε στὸν βασιλέα Χριστό. Εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος βασιλεύς, «ὁ βασιλεὺς τῶν ὅλων» (Χερουβ.), «ὁ βασιλεὺς βασιλέων καὶ κύριος κυρίων» (Ἀπ. 19,16. Α΄ Τιμ. 6,15), τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα (Ἀπ. 1,8· 21,6· 22,13). Αὐτὸς εἶναι ὁ ἥλιος, ἡ ἐλπίδα, «ὁ Κύριός μας καὶ ὁ Θεός μας» (Ἰω. 20,28). Καὶ θα ᾽ρθῃ ἡμέρα ποὺ θὰ γονατίσουν ὅλοι ἐμπρός του καὶ «πᾶσα γλῶσσα» θὰ ὁμολογήσῃ καὶ θὰ πῇ· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ὅλοι λοιπὸν οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ἑλληνίδες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἐπάνω στοὺς τάφους τῶν προγόνων μας, ἐπάνω στὰ αἵματα καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν μαρτύρων μας ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα εἶναι κατάσπαρτη ἡ χώρα μας, νὰ πάρουμε τὴν ἀπόφαση, νὰ μὴ λεγόμαστε μόνο ἀλλὰ καὶ νὰ εἴμαστε πράγματι Χριστιανοί. Χριστὸς στὰ χείλη καὶ τὴ γλῶσσα, Χριστὸς στὴν καρδιά. Χριστὸς στὸ σπίτι, Χριστὸς στὸ σχολεῖο, Χριστὸς στὴν ἀγορά, Χριστὸς στὸ ἐμπόριο. Χριστὸς στὰ δικαστήρια, Χριστὸς στὸ στρατό. Χριστὸς στὰ ἀνάκτορα, Χριστὸς στὶς καλύβες. Χριστὸς στὰ νησιά, Χριστὸς στὰ πλοῖα, σὲ κάθε γωνιὰ καὶ κάθε βράχο. Χριστοκρατία, ὅ,τι θέλει ὁ Χριστός, ὄχι ὅ,τι θέλουμε ἐμεῖς, ὄχι ὅ,τι θέλουν οἱ κυβερνῆτες, ὄχι ὅ,τι θέλουν οἱ λαοὶ καὶ οἱ ὄχλοι. Ἂς τὸν προσκυνήσουμε λέγοντας·

«Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς ἡμῶν». Νὰ γίνῃ ὁ βασιλιᾶς μας, ὄχι στὰ χείλη ἀλλὰ στὴν καρδιὰ ὅλων μας, μεγάλων καὶ μικρῶν, ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων. Καὶ ὅταν, ἀδελφοί μου, ὑποταχθοῦμε ὅλοι στὸν κραταιὸ βασιλέα Χριστό, τότε τὸ ἔθνος μας θὰ εἶνε εὐλογημένο καὶ ἀήττητο.

«Γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε,… ὅτι μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός » (Ἡσ.8,9-10). Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ καλύτερο μνημόσυνο ἐκείνων ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν ἐλευθερία. Διότι αὐτὸς ὁ τόπος, τὰ χώματα αὐτὰ ποὺ πατοῦμε, κάθε γωνιά, εἶναι ποτισμένη μὲ αἷμα. Τὴ λευτεριὰ δὲν τὴν ἀποκτήσαμε δωρεάν.

Μ᾽ αὐτὲς τὶς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα, ποὺ γεννᾷ ἡ προφητεία τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ καὶ ἂς ψάλουμε αὐτὸ ποὺ λέει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία· «Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν »(μεγαλ. θ΄ ᾠδ.)· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

 

 

 

                                   ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ