Πνευματικές Νουθεσίες 3(45)

Έτος 6ο                                                                                                              Φύλλο 3(45)

         ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ  ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ   

    Πόνημα  Νεανικής Συντροφιάς Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Λιβαδειάς

« Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός »

ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ – ΕΟΡΤΗ 30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος. Ο Ανδρέας μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.

Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά τον σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου, αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα.

Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαριά αρρώστια που είχε, πίστεψε στον Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στον Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.

Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανό του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπό τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το ‘θαψαν με μεγάλες τιμές.

Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτόκλητου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.

Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β’, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.

Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.

Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτόκλητου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.

Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ’ ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που ‘ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ’ έναν κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ έναν λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ’ εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.

Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ’ την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ’ αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και την βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ’ την δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ώ του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!

Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει την νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολός μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.

Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και αγίασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ’ όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν την θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.

Ήταν ξημέρωμα του Αγιαντρέα 30 Νοεμβρίου του 1898

Τα περισσότερα σπίτια του νησιού τα φώτιζε ένα μικρό λυχνάρι ή κάποια λάμπα πετρελαίου. Οι νοικοκυρές ετοιμάζονταν για την εκκλησία, μόλις η πρώτη καμπάνα του Αγιαντρέα αντήχησε χαρμόσυνα. Έξω έκανε τσουχτερό κρύο και μόλις είχε σταματήσει η θύελλα που σάρωσε τα πάντα το προηγούμενο βράδυ. Ήταν 8 περίπου η ώρα κι η εκκλησία ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο, παρά το τσουχτερό κρύο. Την ώρα ‘κείνη έβγαζε ο παπάς τα Άγια, όταν όλων τα μάτια στράφηκαν προς την πόρτα. Ένα τσούρμο από γενειοφόρους, κακοντυμένους, μουσκεμένους και καταματωμένους από τις λαβωματιές, μπήκε μέσα στην εκκλησία με επικεφαλής τον καπετάνιο. Πλησίασαν στην εικόνα του Άγιαντρέα και γονάτισαν όλοι. Σε μια στιγμή και ο παπάς σταμάτησε την ψαλμωδία βλέποντάς τους. Μπροστά, πρώτος γονάτισε ο καπετάνιος και μετά όλοι οι ναύτες. Τα πρόσωπά τους φαίνονταν άγρια, παγωμένα και χλωμά. Η αλμύρα της θάλασσας και κάποια μεγάλη ίσως αγωνία είχε χαράξει στα μέτωπά τους βαθιές ρυτίδες. Τα μαλλιά τους ήσαν κολλημένα στο κεφάλι τους, ανακατεμένα με αίμα από τις πληγές τους. Τα ρούχα τους ήσαν σχεδόν κουρελιασμένα και διέκρινες από τις τρύπες των παντελονιών και πουκαμίσων τραύματα που πάνω τους είχε ξεραθεί το αίμα. Ό καπετάνιος, αφού σταυροκοπήθηκε κι ακούμπησε το κεφάλι του ως το δάπεδο, κάρφωσε τα μάτια του στο εικόνισμα του Αγίου. Γέμισαν τα μάτια του δάκρυα κι έτρεμε σύγκορμος. Έβαλε με γρήγορη κίνηση το χέρι του στον κόρφο κι έβγαλε ένα πουγγί τόσο γεμάτο που πήγαινε να σπάσει από τα φλουριά και τ’ απόθεσε στην εικόνα του Αγιαντρέα. Μετά έκαναν κι οι ναύτες το ίδιο γονατίζοντας κι ασπάζοντας την εικόνα με ευλάβεια. Αφού ο παπάς είπε το «μετά φόβου Θεού, Πίστεως και Αγάπης προσέλθετε», πλησίασε ο καπετάνιος με όλους τους ναύτες και με βροντερή φωνή είπε στον παπά:

—Να μας κοινωνήσεις ούλους παπά μου κι ας μη νηστέψαμε ποτές μας. Ο παπα-γιώργης κοίταξε στα μάτια τον καπετάνιο και του είπε:

— Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει τέκνον μου και του πρότεινε την Αγίαν Κοινωνίαν.
— Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού…

— Καπτάν-Γιάννης, λέει εκείνος.

—Ιωάννης, λέει ο παπάς και τον μεταλαμβάνει. Εις το όνομα του Πατρός καί του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Μετά έκανε το ίδιο και στους ναύτες, οι οποίοι ασπάσθηκαν με ευλάβεια το Άγιο δισκοπότηρο και το χέρι του παπά.

Μόλις ήρθε η ώρα να δώσει ο παπάς το αντίδωρο και τον πλησίασε ο καπετάνιος, του λέει ο παπάς:
— Καπετάνιο, θα μού ‘δινες μεγάλη χαρά να ‘ρχόσουνα με τ’ ασκέρι σου στο σπίτι μου να σας πρόσφερα έναν καφέ. Γιορτάζω σήμερα.

—Ευχαριστώ παπά μου. Θά ‘ρθω μετά χαράς γιατ’ έχουμε να δούμε τα σπίτια μας 15 μήνους τώρα.

Σε λίγο ξεκίνησαν όλοι για το σπίτι του παπά που γέμισε κόσμο και τους περιποιόταν η παπαδιά. Επάνω στην συζήτηση άρχισε ο καπετάνιος να εξιστορεί πώς το καράβι του βρέθηκε στο νησί.

«Ξεκινήσαμε από την Μάλτα φίλοι μου εδώ και 35 μέρες. Μας βρήκαν στον δρόμο μεγάλες κακοκαιρίες. Το καράβι μου 40 μέτρα με δυο άλμπουρα έγινε πολλές φορές καρυδότσουφλο στα άγρια κύματα, αλλά τούτο που μας συνέβηκε τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν το ματασυνάντησα ποτές μου. Τα κύματα σκεπάζανε και τ’ άλμπουρα ακόμη. Σε μια στιγμή ένα πελώριο κύμα έκοψε σαν αγγούρι το ένα άλμπουρο και το κατάπιε η θάλασσα. Ένα άλλο ξερίζωσε το ταμπούκιο, λες κι ήταν μαργαρίτα μέσα στην γλάστρα. Τα κύματα μας χτυπούσαν σαν μπάλες, πότε δεξιά και πότε ζερβά να κρατήσουν το καράβι, άλλοι κουρελιασμένοι κι άλλοι τραυματισμένοι, να βογγάνε και πότε να παρακαλάνε την Παναγία και τον Άγιο Νικόλα να μας σώσει. Όταν πια ψες το βράδυ είχε πέσει το σκοτάδι που τό ‘σκιζαν αστραπές και κεραυνοί κι ο μανιασμένος αγέρας σφύριζε στα σκοινιά λες κι ήτανε σειρήνες, δεν βλέπαμε ούτε την μύτη μας. «Κουράγιο παληκάρια μου», τους φώναζα, «κουράγιο ν’ αντέξουμε. Μπόρα είναι και θα περάσει». Κράταγα την λαγουδέρα όσο γερά μπόραγα. Ή στην θάλασσα ήμασταν ή στο καράβι, ήταν το ίδιο πράμα. Το καράβι άρχισε να κάνει νερά. Μια τρύπα άνοιξε στα δεξιά. «Βοήθα Άγιε Νικόλα!», φώναξα με απελπισία. Σε μια στιγμή, ένα πελώριο κύμα μ’ άρπαξε και με σφήνωσε σε μια γωνιά. Σπάσανε τα πλευρά μου και μόλις μπόρεσα να διακρίνω με μια δυνατή αστραπή κάποιον καλόγηρο, έτσι σαν κι εσένα παπα-γιώργη, με μαύρο ράσο να κρατάει το τιμόνι μου. Δε θυμάμαι τίποτις άλλο παπά μου. Αλλά ο καλόγηρος κείνος ήταν ο ίδιος με τον Αγιαντρέα που σήμερις έχουμε την χάρη του. Μετά άρχισε να διηγείται κάποιος μεσήλικας ναύτης. «Μετά παπά μου ακούσαμε μέσα στην αντάρα εκείνη την φωνή του καπετάνιου να μας λέει:

—Φούντο. Φούντο παιδιάαα…

Κανείς δεν αποκρίθηκε. Μόνο μονολογήσαμε: «Τρελλάθηκε ό καπετάνιος!». Και του φωνάξαμε μετά:

—Τρελάθηκες καπετάνιο;  Που να φουντάρουμε στο πέλαγο;

—Φούντο την μπροστινή δεξιά και την ζερβιά πίσω, ξαναφώναξε. Υπακούσαμε και φουντάραμε. Μια σιγή απλώθηκε γύρω, λες κι είχαν καλμάρει τα πάντα, «θάμα θά ‘γινε», συλλογιστήκαμε. «Καπετάνιο, καπετάνιο», φωνάζαμε και ψάχναμε να τον βρούμε στα συντρίμμια. Πουθενά ο καπετάνιος. Και τέλος ψάχνοντας τον βρήκαμε σφηνωμένο σε κάτι σανίδια. Σαν συνήλθε δε θυμόταν τίποτις». Ο παπάς σταυροκοπιέται και τους λέει:

— Ο Άγιος Αντρέας σας έσωσε παιδιά μου. Κι εσείς πού ‘σαστε νύχτα μέρα στην θάλασσα μέσα σε τόσους κινδύνους πρέπει νά ‘χετε μέσα σας τον Χριστό. Αναστέναξε βαθιά ο καπετάνιος, κι αφού ρούφηξε τον σπιτικό καφέ, άναψε το τσιμπούκι του και συνέχισε: «Με πήρανε που λες παπά μου και με ξάπλωσαν στην κουβέρτα. Φως δεν είχαμε, μαύρο σκοτάδι και περιμέναμε να ξημερώσει ο Θεός την μέρα, γιατί φανταστήκαμε ότι βρισκόμασταν σε κάποιο λιμάνι. Όταν λοιπόν χάραξε και διακρίναμε τα άσπρα σπίτια του νησιού σας, πέρασε κάποιο καλόπαιδο στην παραλία και αφού τον ρώτηξα ποιο μέρος είναι τούτο, μας είπε ότι είναι οι Σπέτσες κι ότι σήμερις είναι του Αγιαντρέα. Γιατί ‘τανε κείνος που μ’ άρπαξε το τιμόνι κι έδινε εντολές στους ναύτες μου. Εμείς φύγαμε από την Μάλτα και πηγαίναμε στην Κρήτη και μετά στην πατρίδα την Χίο! Αλλά ποιος να το φανταζότανε ότι ο καιρός, ο Άγιος θα μας έβγαζε στο νησί σας. Με τα φλουριά π’ άφησα στην εικόνα του Αγίου, βόηθα τα ορφανά, τις χήρες και τους φτωχούς. Ήταν όλοι οι ναύλοι 15 μηνών. Λεφτά ξανακάνω, αλλά την ζωή μου και των ναυτών μου ποτέ. Θα ξανά ‘ρθω στο νησί σας και θα κρεμάσω στην χάρη του ένα ασημένιο καράβι, όμοιο με το δικό μου. Αφού ο παπάς τους σταύρωσε, σαν όλοι σηκώθηκαν να φύγουν, τους ευχήθηκε καλά ταξίδια κι έφυγαν πορευόμενοι προς το πλοίο, να συνεχίσουν εκεί που η μοίρα τους είχε τάξει.

 

 ΔΟΞΑ Τῼ ΘΕῼ