Πνευματικές Νουθεσίες 2(76)

Έτος 12ο  Φύλλο 2(76)

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ

Πόνημα Νεανικής Συντροφιάς Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Λιβαδειάς

« Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός »

(διαδικτυακή κυκλοφορία: http://www.inevagelistrias.wordpress.com)

Ο κύριος Σπύρος, τα Χριστούγεννα και ο… Μίκυ Μάους

Τούτα τα χρόνια, τα χρόνια δηλαδή απ΄ όταν έκανε οικογένεια και λίγο πιο πριν, ο κύριος Σπύρος ζούσε στην πόλη, το κέντρο του νομού. Στην πρωτεύουσα λοιπόν τα είχε όλα, όχι τα υλικά, τεχνολογίες και τέτοια, όχι – όχι αυτά, είχε αυτά που ήθελε και χρειαζόταν αυτός. Τις κότες με τα αυγά τους, τις πάπιες του, τα αρνάκια του, κάνα γουρουνάκι μέσα μέσα καμιά φορά για τα Χριστούγεννα, αυτά που είχε και στο χωριό του εκείνα τα χρόνια, τα παλιά τα χρόνια που λένε, τα χρόνια τα καλά. Αν και τώρα καλά ήταν, αλλά κάτι του έλειπε.

Εκεί που μεγάλωσε λοιπόν – σωματικά και ψυχικά, βρισκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους κάθε πάστας και αυτό το ήξερε καλά, γιατί ο παππούς του είχε περίπτερο. Ναι, με όλες τις καραμέλες, πράσινες και κόκκινες, τις στρογγυλές, αυτές που σε καίνε αλλά και από τις άλλες που ήταν όλο γλύκα και με όλα τα παγωτά εκείνης της εποχής. Κρέμονταν απ΄ έξω στα σχοινιά, όλες οι εφημερίδες, ενώ τα περιοδικά και τα κόμικς έπρεπε να τα ζητήσεις για να τα αγοράσεις, αυτοί που τα διάβαζαν ήξεραν. Τους ανθρώπους τους ήξερε καλά, γιατί ήξερε «τι καπνό φουμάρουν», όχι έτσι, στην κυριολεξία. Τεχνικές βέβαια του παππού του, του συνονόματου, Σπύρος κι εκείνος. Έβλεπε λοιπόν πως ο παππούς του, το πακέτο με τα τσιγάρα, το άφηνε πριν ακόμα φτάσει ο πελάτης, πάνω στο πιατάκι που άφηναν τα χρήματα και έπαιρναν τα ρέστα. Ήξερε τι μάρκα τσιγάρα κάπνιζε ο καθένας. Έτσι έκανε κι αυτός, όποτε καθόταν μέσα στο κουβούκλιο του περιπτέρου και σιγά σιγά έμαθε και «τι καπνό φούμαραν» και στη ζωή τους, αφού έβλεπε συμπεριφορές και αντιδράσεις στα διάφορα γεγονότα της ζωής και τα άκουγε και τα μάθαινε όλα, μιας και το περίπτερο ήταν ακριβώς στην πλατεία του χωριού με το μοναδικό καφενείο και το μοναδικό μπακάλικο. Το χωριό ήταν μικρό και όλοι περνούσαν σχεδόν κάθε μέρα απ΄ αυτά τα τρία: περίπτερο, καφενείο, μπακάλικο.

Το λεωφορείο, με τις εφημερίδες και τα περιοδικά, ερχόταν κατά τις 12 μ.μ. κι έτσι οι πιο πολλοί συνωστίζονταν εκείνην την ώρα έξω απ΄ το περίπτερο, για να συνδυάσουν τις δύο μεγάλες τους αγάπες: καπνό και εφημερίδα ή περιοδικό. Τρίτη και Πέμπτη ήξερε κι ο μικρός Σπύρος ότι κάτι είχε και γι΄ αυτόν ή μάλλον όχι κάτι, τα πάντα. Μα τι άλλο; Το αγαπημένο του κόμικ, το Μίκυ Μάους. Το κόλπο το ήξερε καλά. Ο παππούς του έκλεινε στις 1 μ.μ. για να είναι στο τραπέζι με τη γιαγιά στις 1.30 μ.μ. ακριβώς, νόμος απαράβατος. Μέσα σε μία ώρα ποιος να προλάβει να αγοράσει τα Μίκυ Μάους, άλλωστε τα παιδιά εκείνη την ώρα έπαιζαν το καλοκαίρι και θα έρχονταν το απόγευμα να τα αγοράσουν μαζί με τους παππούδες τους και να κεραστούν ένα παγωτό ή μια πορτοκαλάδα από απέναντι. Ποιο κόλπο; Μέχρι τις 4 μ.μ., που άνοιγε ξανά ο παππούς του, είχε αρκετό χρόνο. Για ποιο πράγμα; Μα για να πάρει τα Μίκυ Μάους στο σπίτι, να τα κάνει δικά του, να τα διαβάσει και να τα επιστρέψει. Επαγγελματίας, όχι έτσι. Τα ξεφύλλιζε με προσοχή και γιατί τα είχε σαν Ευαγγέλιο, αλλά και για να μην καταλάβει κανένας πελάτης ότι ήταν χρησιμοποιημένα, έπρεπε να φαίνονται άθικτα. Έτσι κι έκανε. Χανόταν μέσα στις διάφορες ιστορίες και περιπλανήσεις του φίλου του, του Μίκυ Μάους και αυτός και μόνο αυτός, πρώτος απ΄ όλα τα παιδιά, είχε την πολυτέλεια να διαβάζει στην ησυχία του σπιτιού του, τον περίφημο Μίκυ Μάους και να διατηρείται παιδί.

Τα χρόνια πέρασαν, ήρθε στην πόλη, παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά μαζί με τη σύζυγό του. Πολυτεχνίτης, αλλά όχι ερημοσπίτης. Όλες τις δουλειές τις ήξερε, με τα πάντα καταπιανόταν, άξιος άνθρωπος. Με τα σίδερα καταπιάστηκε, με σκεπές – από στέγαστρα απλά μέχρι και σκεπές σπιτιών, με όλα σχεδόν τα επαγγέλματα της οικοδομής και όχι μόνο. Μαζί με τη σύζυγό του μεγάλωσαν και σπούδασαν τα τρία τους παιδιά, άξια και χρήσιμα και αυτά, τα παρέδωσαν στην κοινωνία. Νευρίαζε αρκετές φορές πάνω στη δουλειά, ήταν πράος όμως στην καρδιά, καλοκάγαθος όσο δεν πάει. Σήκωνε βάρη οικονομικά άλλων οικογενειών, ξεπλήρωσε χρέη άλλων, γιατί έμπαινε εγγυητής σε δάνεια για να βοηθήσει και όποιος βρισκόταν γενικά σε ανάγκη, κάπου εκεί δίπλα θα ήταν και ο κύριος Σπύρος. Τι του έδινε θάρρος, δύναμη, κουράγιο; Μα τι άλλο; Η εξαίρετη οικογένειά του, μα κι αυτός… Ποιος αυτός; Μα, ο Μίκυ! Ανακάτευε την τηλεόραση τα απογεύματα να βρει τον φίλο του και όλο κάπου τον πετύχαινε και τότε ξέχναγε όλες τις ταλαιπωρίες της ζωής και γελούσε με την ψυχή του, διατηρούνταν παιδί.

Κάποια στιγμή ήρθε στο χωριό του νέος παπάς και νέος στην ηλικία. Ε, για τον κύριο Σπύρο είχαν περάσει λίγο τα χρόνια, είχε βγει στη σύνταξη και ανάμεσα στα ζώα του και τις υποχρεώσεις του σπιτιού του, πήγαινε και στο χωριό του, στο πατρικό, ενώ έβγαινε και στο καφενείο. Εκεί γνώρισε τον παπά – εννοείται βέβαια ότι δεν ήταν αυτή η πρώτη του επαφή με την εκκλησία, τον Χριστό. Από μικρός, η μάνα του και ο πατέρας του, τον έπαιρναν στην εκκλησία μαζί με τ΄ αδέρφια του και όπως όλα σχεδόν τα παιδιά της εποχής εκείνης, ντυνόταν παπαδάκι, βοηθούσε τον παπά και μεγάλωσε μέσα σ΄ αυτή. Μετά από λίγο όμως το έχασε όλο αυτό, τον «έφαγαν» οι υποχρεώσεις της ζωής και πήγαινε στην εκκλησία, μαζί με την οικογένειά του πάντα, μόνο στις μεγάλες γιορτάδες και κάθε πότε γιόρταζε το χωριό. Γνωρίστηκε λοιπόν με τον παπά και καταπιάστηκε, καταπιάστηκε για τα καλά. Ήθελε κι εκεί να προσφέρει!

Μια μέρα του ήρθε η ιδέα: να φτιάξουν – αναπαλαιώσουν το παλιό ξωκλήσι του Αγίου Βλασίου, που στεκόταν μονάχο του σαν καλαμιά, μακριά στον κάμπο. Βρίσκει το λοιπόν τον παπά και του ρίχνει την ιδέα με έναν όρο: να δεχθεί ο παπάς τα Χριστούγεννα να γίνεται εκεί κάθε χρόνο η Θεία Λειτουργία, έτσι όπως έκαναν παλιά. Ο παπάς ενημερώθηκε από τους υπόλοιπους χωριανούς ότι για κάποιο λόγο – κάποιο τάμα ίσως στον Άγιο όταν το χωριό είχε βρεθεί σε κίνδυνο, ο προηγούμενος εφημέριος λειτουργούσε ανήμερα τα Χριστούγεννα από τις 4 π.μ., αξημέρωτα ακόμα, στον Άγιο Βλάσιο. Έτσι, δέχθηκε μετά χαράς και καθώς ήταν νέος και ορεξάτος, έγινε και συνεχιστής του προκατόχου του. Χάρηκε ο κύριος Σπύρος, χάρηκαν και οι χωριανοί και όλοι. Έτσι που ήταν και ενεργητικός και δραστήριος ο κύριος Σπύρος, με κάνα δυο μέρες ξεκίνησαν κιόλας για το μεγάλο εγχείρημα.

Με κάνα δυο μέρες; Λάθος. Την άλλη μέρα κιόλας, μετά την κουβέντα με τον παπά, είχε ήδη πάει και είχε βγάλει, μέσα στο μυαλό του, ακτινογραφία το εκκλησάκι, τι χρειαζόταν για να αποκατασταθούν οι ζημιές. Μπροστάρης, αρχηγός καθώς ήταν τόσα χρόνια στη δουλειά του, δεν το είχε σε τίποτα να ξεκινήσει άμεσα και αυτό το μεγάλο, το μέγιστο έργο. Έπρεπε άλλωστε να τελειώσει ως τα Χριστούγεννα, τι κι αν ήταν καλοκαίρι. Στο νοικοκυριό του μέσα, μέσα στο μυαλό του δηλαδή, δεν είχε πολύ χρόνο. Έτσι ήταν ο κύριος Σπύρος, αψής, γρήγορος, όταν καταπιανόταν με κάτι ήταν τακτικός, δεν κωλυσιεργούσε, δεν έχανε μέρα μέχρι να τελειώσει και όταν τελείωνε, έπιανε κάτι άλλο, άλλη δουλειά, άξιος και αξιολογότατος πάντα, καθώς ήταν. Αυτά μέσα στο μυαλό του, γιατί μέσα στην καρδιά του, κάτι ακόμα του έλειπε.

Καθώς ξεκίνησε λοιπόν, μαζί με τον παπά, κοντά του ήρθαν κι άλλοι. Μικροί – μεγάλοι, άλλος για να βοηθήσει με την τέχνη του κι άλλος σαν απλός κουβαλητής, όλοι χρειάστηκαν. Έλεγαν τις ιδέες – απόψεις του ο καθένας και όλοι μαζί πραγματοποίησαν την ανανέωση του Αγίου Βλασίου. Έριξαν τον παλιό σοβά, έβαλαν καινούργιο, έστρωσαν πλακάκια πάνω απ’ το παλιό μωσαϊκό, έριξαν καινούργια σκεπή, έφτιαξαν καινούργια πόρτα, καινούργια παράθυρα και κάγκελα σ’ αυτά, έκαναν έργα αντιστήριξης στους τοίχους, το έβαψαν κάτασπρο, κόκκινα την πόρτα και τα παράθυρα και με δωρεές έβαλαν καινούργια καντήλια και κουρτίνες. Ο Χριστός μπορούσε πάλι να έρθει να γεννηθεί μέσα σ’ αυτό το απομακρυσμένο ξωκλήσι.

Σ’ αυτό το τετράμηνο – πεντάμηνο που πέρασε, κάτι άρχισε να αχνοφέγγει στην καρδιά του. Ήταν η παρέα που δέθηκαν όλοι μαζί γι’ αυτό το αγαθό έργο; Ήταν που όλο του το βάρος ή όλη του τη ζωή την περιέστρεψε γύρω απ’ αυτό; Ήταν που μ’ αυτά και μ’ αυτά άρχισε να μη χάνει ακολουθία για ακολουθία, Κυριακή για Κυριακή στην εκκλησία του χωριού του; Κανείς δεν ξέρει. Μπορεί να ήταν ένα απ’ αυτά, μπορεί και όλα μαζί.

Η καρδιά του ζεστάθηκε για τα καλά. Ήταν αυτό που του έλειπε, το βρήκε, το κατάλαβε. Ήθελε τον Χριστό, τον Χριστό τον ίδιο, αυτό ήθελε, αυτό του έλειπε. Όχι ότι δεν τον είχε, ήθελε να εντρυφήσει, να τα καταλάβει όλα, πώς όμως; Όλα αυτά περί πίστης, περί τριαδικού Θεού, περί δόγματος, που άκουγε να λένε, του ήταν δυσνόητα. Για ποιον; Ναι, γι’ αυτόν, που μια ζωή υπήρχε για τους άλλους, που πρόσφερε τον ίδιο του τον εαυτό στον συνάνθρωπο, αυτόν που είχε ήδη την ταπείνωση μέσα του και δεν το ήξερε.

Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, ήταν όλα έτοιμα. Το ξωκλήσι ολοκληρώθηκε και περίμενε τον παπά του με τους πιστούς. Οι Κυριακές, που απέμεναν ως την ενανθρώπιση του Κυρίου, τελείωναν και σε κάποια απ’ αυτές πρόσεξε τα λόγια του παπά στο κήρυγμά του. Έλεγε σ’ αυτά ο παπάς πως ο Θεός, ο Πατέρας, θα έστελνε τον Υιό του πάνω στη γη, πως θα γεννιόταν σε ένα στάβλο, σε μία φάτνη, πως θα τον ζέσταιναν τα ζώα, θα ταπεινωνόταν, θα γινόταν άνθρωπος για την σωτηρία του ανθρώπου μέχρι την άκρα ταπείνωση, τη σταύρωση και την Ανάστασή Του και ότι έπρεπε κι αυτοί οι χωριανοί, να τον πάρουν ως παράδειγμα, να ταπεινωθούν και να τον υποδεχθούν. Τους είπε και τον τρόπο ο παπάς, τους αποκάλυψε το μυστικό, που δεν ήταν βέβαια αποκάλυψη του παπά, αλλά του ίδιου του Θεού. Το μυστικό για την ταπείνωση και την άλλη ζωή, την επουράνια Βασιλεία, ήταν… να γίνουν σαν τα παιδιά, που είναι άκακα, αθώα, χωρίς υστεροβουλία. Ω, τι αποκάλυψη ήταν για τον κύριο Σπύρο αυτή! Να γίνει πάλι παιδί! Να γίνει ταπεινός! Το ήθελε. Ποιος; Αυτός που σε όλη του τη ζωή υπήρξε δούλος άγιος των συνανθρώπων του, που ήταν ήδη ταπεινός, που δεν έλεγε σε κανέναν τις αγαθοεργίες του, αλλά κι αυτά τα παράπονά του απ’ τους ανθρώπους, την πικρία του. Αυτός που ήταν ήδη παιδί, που δεν έπαψε ποτέ του να είναι παιδί. Πώς όμως θα γινόταν αυτό;

Το σκάλισε μέσα στο μυαλό του, αλλά τίποτα. Το έψαξε από ΄δω, το έψαξε από ΄κει, αλλά τίποτα. Μάταια έψαχνε να βρει τη λύση με τη λογική και έφταναν Χριστούγεννα. Πώς θα κοινωνούσε, αν δεν ήταν ταπεινός, αν δε γινόταν και πάλι παιδί; Με τη λογική δεν έβγαζε άκρη, έτσι άφησε την καρδιά του ελεύθερη, άφησε να μπει μέσα της ο Χριστός. Του είχε εμπιστοσύνη, πίστευε, πίστευε πως αυτό που του έλειπε ή μάλλον αυτό που νόμιζε ότι του έλειπε, θα του το έδινε ο ίδιος ο Θεός, αυτό το μικρό παιδί που θα γεννιόταν σε λίγες μέρες, αυτός ο μικρός Θεός, ο μεγάλος. Μόνο αυτός μπορούσε να του δώσει την ταπείνωση, την παιδικότητά του πίσω. Ο ίδιος από μόνος του, μόνο τη θέληση μπορούσε να βάλει. Ποιος τα έλεγε αυτά; Αυτός. Αυτός ο ήδη ταπεινός, ο ήδη άγιος.

Την παραμονή, μετά τις Ώρες που διαβάζονται στην εκκλησία, ήταν είδη ήρεμος και ταπεινός στην καρδιά. Η σύζυγός του, τον έστειλε στην αγορά για τα τελευταία ψώνια και μετά στην αποθήκη, που βρισκόταν στο ισόγειο του σπιτιού τους, για να βρει και να της φέρει απ΄ την κούτα με τα γυαλικά, την πολύ μεγάλη πιατέλα που χρειαζόταν για να βάλει τα γλυκά της άλλης μέρας, τα γλυκά που θα μοίραζε στον Άγιο Βλάσιο για το καλό, για τον Χριστό. Έψαχνε να την βρει, αλλά τίποτα. Ανάμεσα στις άλλες κούτες, άνοιξε και την τελευταία, την πιο σκονισμένη. Επιτέλους, την βρήκε ανάμεσα σε κάτι βιβλία. Ποιος ξέρει, εκεί θα την είχε βάλει η σύζυγός του για πρόχειρα, έτσι θα της είχε έρθει. Μα τι στο καλό; Κοιτάζει καλύτερα! Αυτά δεν ήταν ακριβώς βιβλία! Ήταν τα παλιά κόμικς, που είχε κρατήσει απ΄ τον παππού του όταν έκλεισε μία και για πάντα το περίπτερο! Ο φίλος του ο Μίκυ Μάους! Ξαφνικά πλημμύρισε η καρδιά του, θυμήθηκε, ένιωσε! Αυτή ήταν η ευκαιρία του! Το απόγευμα, πήρε τα ατσαλάκωτα ακόμα Μίκυ Μάους του και καθήμενος δίπλα στο τζάκι, επί τρεις ώρες διάβαζε και διάβαζε και διάβαζε… ασταμάτητα, χωρίς κούραση, ενώ πού και πού γελούσε δυνατά, αρκετά δυνατά! Αυτή ήταν η ευκαιρία του και την άρπαξε. Έγινε πάλι παιδί, αυτός που πάντα ήταν παιδί και δεν το ήξερε, αλλά του αποκαλύφθηκε ο Θεός! Ένιωσε την άλλη χαρά, την εσωτερική χαρά, τη μεγάλη χαρά! Έγινε ΠΑΙΔΙ με κεφαλαία γράμματα. Ηρέμησε και αποκοιμήθηκε.

Την επαύριον και από ώρα 4π.μ. έως 7π.μ., στο μισοσκόταδο των κεριών του Αγίου Βλασίου γεννήθηκε ο Χριστός. Ω, χαράς ευαγγέλια! Ω, ευφροσύνη! Ω, αγαλλίαση! Ο κύριος Σπύρος, αφού κοινώνησαν, αυτός και η οικογένειά του, των Αχράντων Μυστηρίων, είχε βρει αυτό που του έλειπε, αλλά πάντα είχε: την ταπεινότητα – παιδικότητα – αγιοσύνη! Γύρισαν όλοι μαζί στο σπίτι και αφού έφαγαν από νωρίς, έπιασε και πάλι τον φίλο του, τον Μίκυ Μάους, αυτή αλλά και τις επόμενες μέρες…

(στον άγιο φίλο μου)

Χριστὸς ἐτέχθη