Πνευματικές Νουθεσίες 1(61)

Έτος 9ο                                                                                                         Φύλλο 1(61)

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ

Πόνημα Νεανικής Συντροφιάς Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Λιβαδειάς

« Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός »

(διαδικτυακή κυκλοφορία: http://www.inevagelistrias.wordpress.com)

 

Άγιος Απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος,

πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων (23 Οκτωβρίου)

Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος από τον πρώτο του γάμο. Ευλογήθηκε παρά Θεού όταν ήταν ακόμη στην κοιλία της μητρός του και υπήρξε τόσο δίκαιος στον βίο του, ώστε όλοι οι Εβραίοι τον αποκαλούσαν «Δίκαιο» και «Ωβλία», που στα εβραϊκά σημαίνει «προμαχών λαού» και «δικαιοσύνη». Από την παιδική ήδη ηλικία, ο Ιάκωβος έζησε με την πιο αυστηρή άσκηση. Δεν έπινε κρασί ούτε άλλα δυνατά ποτά. Μιμούμενος τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, δεν έτρωγε ποτέ τίποτε από όσα έχουν πνοή ζωής μέσα τους. Ξυράφι ποτέ δεν πέρασε επί της κεφαλής του, όπως ορίζει ο Νόμος για όσους αφιερώνονται στον Θεό (Αριθ. 6, 5). Ποτέ του δε λουζόταν και δε χριόταν με έλαιο, προκρίνοντας τη μέριμνα της ψυχής έναντι εκείνης του σώματος.

Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι Απόστολοι ομοφώνως εξέλεξαν τον δίκαιο Ιάκωβο πρώτο επίσκοπο Ιεροσολύμων. Τέλειος σε όλες τις αρετές της πράξεως και της θεωρίας, ο Ιάκωβος μόνος εισερχόταν στα Άγια των Αγίων της Καινής Διαθήκης -όχι μια φορά τον χρόνο όπως έπραττε ο αρχιερεύς των Ιουδαίων- αλλά κάθε μέρα για να τελέσει τα άγια Μυστήρια. Ενδεδυμένος ύφασμα λινό, εισερχόταν μόνος στον Ναό και επί ώρες στεκόταν γονυπετής πρεσβεύοντας υπέρ του λαού και της σωτηρίας του κόσμου, σε βαθμό που τα γόνατά του έγιναν σκληρά σαν πέτρα.

Προήδρευσε της Αποστολικής Συνόδου και σχετικά με το αν πρέπει να περιτέμνονται οι εθνικοί που ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη, πρότεινε να μην επιβαρύνονται οι προσήλυτοι με τις επιταγές του παλαιού Νόμου αλλά να τους ζητηθεί να απέχουν μόνον της πορνείας και των ειδωλοθύτων (Πραξ. 15, 20). Συνέταξε επίσης την επιστολή που φέρει το όνομά του στην Αγία Γραφή. Στην επιστολή αυτή διορθώνει όσους θεωρούν τον Θεό ως αιτία των κακών: ο γαρ Θεός απείραστος έστι κακών, πειράζει δε ουδένα· έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος (Ιακ. 1, 13-14).

Προτρέπει επίσης τους χριστιανούς να μην περιοριστούν στην ομολογία της πίστεώς τους στον Χριστό, αλλά να ακτινοβολεί η πίστη τους μέσα από τα έργα της αρετής. Ώσπερ γαρ το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν έστιν, ούτω και η πίστις χωρίς των έργων νεκρά έστι (Ιακ. 2, 26). Προσθέτει πολλές άλλες συμβουλές για το πως να διάγει κανείς βίο θεάρεστο και να αποκτήσει τη σοφία την παρά Θεού, διδάσκοντάς μας να αναγνωρίζουμε εν παντί το δώρο του Κυρίου: πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων, παρ’ ω ουκ ένι παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα (Ιακ. 1, 16). Ο άγιος Ιάκωβος συνέταξε επίσης τη θεία Λειτουργία, που φέρει το όνομά του και αποτελεί πηγή όλων των λειτουργιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Περί το έτος 62, η Ιουδαία βρισκόταν σε αταξία και αναρχία μετά τον θάνατο του ηγεμόνος Φήστου· οι Εβραίοι, που είχαν αποτύχει στην απόπειρά τους να θανατωθεί ο Παύλος (Πραξ. 25-26), στράφηκαν κατά του Ιακώβου, του οποίου η φήμη ως δικαίου έκανε τον λαό να εμπιστεύεται το κήρυγμά του. Πολλοί, κόσμος απλός αλλά και πρόκριτοι, είχαν ασπαστεί την πίστη και οι γραμματείς και οι φαρισαίοι εφοβούντο ότι εντός ολίγου όλοι θα αναγνώριζαν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία.

Παρουσιάστηκαν τότε στον επίσκοπο Ιεροσολύμων, πλήρεις υποκρισίας, επαίνεσαν την αρετή και τη δικαιοσύνη του και του είπαν: «Παρακαλούμεν σε, τον δίκαιο και αμερόληπτο, να προτρέψεις τον λαό που σύντομα θα συναθροιστεί για το Πάσχα να μην υποπέσει σε πλάνη σχετικά με το πρόσωπο του Ιησού. Παρακαλούμεν σε να ανέλθεις στο πτερύγιο του ναού ώστε να σε βλέπει και να σε ακούει όλος ο λαός και οι εθνικοί ακόμη που θα συγκεντρωθούν για την εορτή».

Όταν ο Ιάκωβος ανέβηκε στο πτερύγιο του ναού, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι του φώναξαν μέσα από το πλήθος: «Ειπέ ημίν, δίκαιε, εις τί να πιστεύσωμεν διότι ο λαός πλανάται και ακολουθεί Ιησούν τον σταυρωθέντα, φανέρωσέ μας ποιός είναι αυτός ο Ιησούς». Ο δε Ιάκωβος, με στεντόρεια φωνή απάντησε: «Διατί με ερωτάτε διά τον Υιόν του Ανθρώπου; Εκείνος κάθεται τώρα στον ουρανό, δεξιά της Δυνάμεως του Πατρός Του και θα έλθει πάλι καθεζόμενος επί νεφελών για να κρίνει εν τη δικαιοσύνη του την οικουμένην άπασα».

Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι πίστεψαν στη μαρτυρία του Ιακώβου και ανέκραξαν: «Ωσαννά τω υιώ Δαβίδ!» Οι γραμματείς όμως και οι φαρισαίοι έτριξαν τους οδόντας και φώναξαν: «Ως και ο Δίκαιος επλανήθη!». Έτρεξαν στο πτερύγιο του ναού και έριξαν καταγής τον Δίκαιο για να πληρωθεί το ρηθέν υπό Ησαΐου του προφήτου: Άρωμεν τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν έστι (Ησ. 3, 10). Παρά το ύψος από το οποίο έπεσε, ο Ιάκωβος δεν σκοτώθηκε πέφτοντας και οι Ιουδαίοι άρχισαν να τον λιθοβολούν. Ο άγιος σηκώθηκε και γονατίζοντας ανέκραξε προς τον Θεό, κατά μίμηση του Χριστού και του αγίου Στεφάνου (Λουκ, 23, 34 – Πράξεις 7, 59-60): «Ικετεύω σε Θεέ μου και Πατέρα επουράνιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν!».

Κι ενώ προσευχόταν για τους διώκτες και δημίους του, ένας Ιουδαίος από το πλήθος, κατελήφθη από μανία βλέποντας την ακλόνητη αγάπη του Δικαίου· πήρε το ξύλο με το οποίο στράγγιζαν τα υφάσματα, τον κτύπησε στην κεφαλή και έτσι ο Ιάκωβος ο Δίκαιος μαρτύρησε την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. Τον ενταφίασαν επί τόπου κοντά στον Ναό. Τόση ήταν η φήμη της αρετής του Ιακώβου ώστε ακόμη και οι πλέον σκεπτικιστές Εβραίοι θεώρησαν τον μαρτυρικό του θάνατο ως αιτία της πολιορκίας και της καταστροφής της Ιερουσαλήμ το έτος 70.

(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Οκτώβριος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 273-275)

***

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

(Γεώργιος Ἀ. Βλάχος, «Ἡ Καθημερινή», 4 Νοεμβρίου 1940)

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ!

Πρὸ μηνῶν ἀκόμη, κάθε Ἕλλην εἶχε τὸ δικαίωμα, ψυχικῶς τοὐλάχιστον, νὰ μὴ εἶναι οὐδέτερος. Οἱ Ἰταλοὶ πρὸ καιροῦ μᾶς ἠνώχλουν· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ περιωρίζοντο εἰς δημοσιογραφικὰς φλυαρίας καὶ ραδιοφωνικάς ἐκπομπάς, θὰ ἦτο συγχωρημένον νὰ ἐλπίζη κανεὶς ὅτι κάποτε θ᾿ ἀλλάξουν τὰ πράγματα. Αἱ ἐπιτυχίαι τῆς Γερμανίας καὶ ἡ καταστροφὴ τόσων Κρατῶν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ ἔχουν ἀντίκτυπον, καὶ τὸ νὰ πιστεύη κανεὶς ὅτι θὰ νικήση ὁ Ἄξων ἀπετέλει, ἐκ πλήθους δεδομένων, ἕνα συλλογισμόν, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ κυκλοφορῆ:

– Τί λέτε σεῖς, θὰ νικήση τελικῶς ἡ Ἀγγλία;

– Νομίζω ὄχι. Ὁ γερμανικὸς στρατός…

Καὶ ἤρχιζεν ἡ συζήτησις. Τόσαι μηχανοκίνητοι φάλαγγες, τόσα ἅρματα, τόσα ἀεροπλάνα, καὶ αἱ πρῶται ὗλαι καὶ τὰ πετρέλαια καὶ ἡ βοήθεια τῆς Ἀμερικῆς… – Ἕως τὸ πρωί. Διατὶ ὄχι;… Κανεὶς δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ σταματήση τὸν ρήτορα καὶ νὰ τοῦ εἰπῆ κατὰ πρόσωπον: «Εἶσαι προδότης. Διότι ἂν νικήση ἡ Ἰταλία, θὰ μᾶς πάρη τὴν Κέρκυρα, θὰ κατέβη στὰ Ἰωάννινα, θὰ ὑποδουλώση τὸν τόπον». Διότι αἱ δηλώσεις τῆς ἐπισήμου Ἰταλίας ἤσαν τότε σαφεῖς: Δὲν εἶχε καμμίαν ἐχθρότητα καὶ καμμίαν βλέψιν ἐδαφικὴν κατὰ τῆς Ἑλλάδος. Ὅταν ὅμως ἐπνίγη ἡ «Ἕλλη», ὅταν τὸ σημαιοστολισμένο καράβι μας προσηύχετο ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ εὑρέθησαν ἄνθρωποι τόσον δειλοί, τόσον ρυπαροί, τόσον ἄτιμοι διὰ νὰ τὸ βυθίσουν, τότε, ἔπρεπε νὰ πνίξη ἡ ὀργὴ κάθε συλλογισμὸν καὶ κάθε συζήτησιν.

Καὶ τώρα;… ΤΩΡΑ ΚΑΜΝΟΜΕΝ ΠΟΛΕΜΟΝ. Τώρα ἦλθε τὸ τελεσίγραφον. Τώρα εὑρισκόμεθα ἀντιμέτωποι εἰς τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου. Τώρα εἶναι ὁ ὑπὲρ τῶν ὅλων Ἀγών. Οἱ Ἕλληνες προχωροῦν διὰ μέσου τῶν ἐχθρῶν μὲ τὴν λόγχην καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸν οὐρανόν τῆς Ἑλλάδος περνᾶ, δολοφόνος καὶ κλέπτης τῶν ἑλληνικῶν χρωμάτων, ὁ Ἰταλός.

Λοιπόν;… Θὰ συνεχίσωμεν τὴν συζήτησιν; Θὰ βάλωμεν κάτω ἕναν καφὲν καὶ θὰ σταθῶμεν γύρω ἀπὸ τὸ φλιτζάνι του οἱ ἀπόλεμοι, οἱ ἄχρηστοι, οἱ καφενόβιοι, διὰ νὰ τὰ ποῦμε, περὶ τοῦ ποιὸς θὰ νικήση καὶ ποιὸς θὰ ἐπικρατήση;… Πρὸς Θεοῦ! Θὰ νικήση ἡ Ἑλλάς! Ὅλους; ΟΛΟΥΣ! ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ! Χωρὶς συλλογισμούς, χωρὶς συζητήσεις, χωρὶς κεφάλια τὰ ὁποῖα ἀργοκινοῦνται καὶ ἀμφιβάλλουν, χωρὶς μυαλό. Μυαλὸ δὲν χρειάζεται. Χρειάζεται ἐνθουσιασμὸς καὶ παραφροσύνη. Χρειάζεται θάρρος ἀλόγιστον καὶ καρδιά. Μὲ αὐτὸ τὸ ὑλικὸν ἔγινεν ὁ Ἀγὼν τοῦ Εἰκοσιένα. Μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα νικοῦν οἱ λαοί. Ἤρθατε νὰ πάρετε τὴν Ἤπειρον;… ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Ἔχετε Στρατούς, ἔχετε Στόλους, ἔχετε ἀεροπλάνα, εἶσθε σαράντα πέντε ἑκατομμύρια καὶ εἴμαστε πέντε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Θὰ μᾶς κάψετε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Καὶ θὰ προχωρήσωμεν καὶ θὰ νικήσωμεν καὶ θὰ σᾶς πετάξωμεν εἰς τὴν θάλασσαν. Γίνεται;… Γίνεται, δὲν γίνεται, αὐτὸ πρέπει νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ βροντοφωνῆ ἡ καρδιά. ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΗ. Αὐτὸς ὁ ἀγών, τὸν ὁποῖον ἀναλαμβάνει ἡ σημερινὴ ὀργανωμένη Ἑλλάς, μὲ πεντακόσιες χιλιάδες Στρατοῦ, μὲ τὰ πυροβόλα, τὰ ὅπλα καὶ τὰ βουνά της, εἶναι παράλογος πολὺ ὀλιγώτερον ἐκείνου τὸν ὁποῖον ἀνέλαβον οἱ πατέρες μας. Ἐκεῖνοι ἦσαν μιὰ φούχτα ὑποδούλων ἀνθρώπων, χωρὶς ὅπλα, χωρὶς πυρίτιδα, χωρὶς λεπτά, καὶ τὰ ἔβαλαν μὲ τὴν μεγαλυτέραν Αὐτοκρατορίαν τοῦ κόσμου. Καὶ τὴν ἐκλόνισαν. Καὶ ἠγωνίσθησαν ἑπτὰ χρόνια σκοτωνόμενοι, ἐπαιτοῦντες πυρίτιδα, ρακένδυτοι εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰς χαράδρας καὶ παρέδωσαν εἰς τὰ παιδιά τους αὐτὴν τὴν γωνίαν, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ὕψωσαν ἐλευθέραν καὶ πανωραίαν τὴν Κυανόλευκον. Θάρρος λοιπόν! Ὅ,τι θέλομεν ἀληθινά, μὲ ὅλην μας τὴν δύναμιν, γίνεται. Ὅ,τι ἀποφασίσωμεν μὲ τὴν ψυχήν μας γίνεται. ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΗ.

Καὶ ἡ Ἀντιπολίτευσις;… Αὐτὴ ἡ ὁποία ἕως χθὲς ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ Κράτους καὶ ἐστάθη εἰς τὸ περιθώριον τῆς ζωῆς μηνίουσα καὶ κακολογοῦσα; Καὶ αὐτὴ ἰδική μας! Καὶ αὐτὴ μαζί μας! Κράτος ξένον πρὸς αὐτοὺς καὶ καθεστὼς ἑλληνικὸν ξένον πρὸς Ἕλληνας δὲν ὑπάρχει. Αὐτὰ ἤσαν καλὰ ἕως χθές. ΤΩΡΑ ΕΙΜΕΘΑ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ. Τώρα θὰ ἀγωνισθῶμεν ὅλοι μαζί, ἄλλος μὲ τὸ ὅπλον, ἄλλος μὲ τὸ στῆθος, ἄλλος μὲ τὸ θάρρος, ἄλλος μὲ τὶς φωνές: ΟΛΟΙ μαζί!… Μὴ ἀμφιβάλλετε, μὴ διστάζετε, μὴ μεμψιμοιρεῖτε, μὴ ἐνθυμεῖσθε. ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΟΛΩΝ ΑΓΩΝ.

Καὶ εἶναι ἀγὼν ὡραῖος. Διότι εἰς αὐτὰ τὰ χρόνια τῆς μηχανῆς, τοῦ χάλυβος καὶ τῶν ἀριθμῶν, ὅταν κατήντησε ἡ ἀρετὴ νὰ μετρᾶται εἰς τενεκέδες πετρελαίων καὶ τὸ θάρρος εἰς τορπίλλας μαγνητικάς, εἶναι ὡραῖον τὸ ὅτι ὁ μικρότατος αὐτὸς τόπος ἀντιτάσσει εἰς ὅλους αὐτοὺς τοὺς λογαριασμοὺς ἕνα ΟΧΙ καὶ προτάσσει τὸ ΣΤΗΘΟΣ του, μόνον τὸ Στῆθος του, εἰς τὴν σιδηρᾶν καὶ μηχανοκίνητον καὶ χαλυβδίνην ἐπιδρομήν. Εἶναι ἀγὼν ὡραῖος, διότι ὅσοι περισωθοῦν μετ᾿ αὐτὸν θὰ εἶναι ὑπερήφανοι, θὰ περιπατοῦν μὲ τὴν κεφαλὴν ὑψηλὰ καὶ θὰ ἔχουν δίπλωμα καὶ τίτλον τιμῆς καὶ διαβατήριον διὰ τὸν κόσμον ὅλον τὴν Ἐθνικότητά των: ΕΛΛΗΝ.

Εἶναι Ἀγὼν ὡραῖος. Αὐτὸν θὰ τὸν ἀγωνισθῶμεν ὅλοι μαζί. Μὲ αὐτὸν ποῦ μᾶς κυβερνᾶ ἐπὶ κεφαλῆς. Μὲ τὸν Μεταξᾶν. Αὐτός, ὅταν τὸν ἔξυπνησεν εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωὶ ὁ πρέσβυς τῆς Ἰταλίας καὶ τοῦ ἐπέταξε τὸ ἐπιδοθὲν τελεσίγραφον εἰς τὰ μοῦτρα, ἐξεπροσώπησε ἐκείνην τὴν στιγμὴν ὄχι τὴν Κυβέρνησιν, ὄχι τὸ Κράτος, ὄχι τὴν σύγχρονον Ἑλλάδα, ὄχι αὐτοὺς ποὺ ζοῦν καὶ τὸν ἀκολουθοῦν ἢ τὸν ἀντιπολιτεύονται, ἀλλὰ τὴν Ἑλλάδα ὅλων τῶν αἰώνων καὶ τὴν Ἑλλάδα ποὺ ἔρχεται. Ἕλλην, Κεφαλλωνίτης, ὑπερήφανος, πεισματάρης, μυαλωμένος, δὲν ἐστάθη μόνον τὴν ἱστορικὴν ἐκείνην στιγμὴν Ἀκρίτας τῆς τιμῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλ᾿ ἐστάθη μετὰ ἓν δευτερόλεπτον δραστήριος καὶ σοφὸς ὀργανωτὴς τοῦ πολέμου. Μετὰ μίαν ὥραν ἐσήμανε τὸν συναγερμόν. Ἀμέσως ἐκήρυττε τὸν Στρατιωτικὸν Νόμον καὶ τὴν Γενικὴν Ἐπιστράτευσιν. Αἱ πρῶται ἀμαξοστοιχίαι καὶ τὰ πρῶτα πλοῖα ἐξεκίνησαν μὲ τὴν διαταγὴν του διὰ τὸ Μέτωπον πρὶν ἀνατείλη ὁ ἥλιος. Καὶ ὅταν ἀνέτειλε, τὴν 28ην Ὀκτωβρίου εἰς τὰς ἓξ τὸ πρωί, εὗρε ἐπὶ ποδὸς τὴν Ἑλλάδα. – Λοιπόν; Μήπως ὑπάρχει κανεὶς φανατικὸς ἐχθρός του -Ἕλλην ὄμως- ὃ ὅποιος νὰ θέλη νὰ τὸν ἀλλάξη; ΟΧΙ.

Λοιπόν;… Ὅλοι μαζί! Θὰ ἀγωνισθῶμεν τώρα ὅλοι μαζί, θὰ ἀνθέξωμεν ὅλοι μαζί, θὰ προελάσωμεν ὅλοι μαζί, καὶ μίαν εὐλογημένην ἡμέραν, ὅταν θὰ διαλαλοῦν τὴν εὐτυχίαν μας οἱ κώδωνες τῶν σημαιοστολίστων ἐκκλησιῶν μας, θὰ ψάλλωμεν ὅλοι μαζὶ Τῌ ΥΠΕΡΜΑΧῼ ΣΤΡΑΤΗΓῼ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ…

ΔΟΞΑ Τῼ ΘΕῼ