Πνευματικές Νουθεσίες 6(66)

Έτος 9ο                                                                                                   Φύλλο 6(66)

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ

Πόνημα Νεανικής Συντροφιάς Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Λιβαδειάς

« Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός »

(διαδικτυακή κυκλοφορία: http://www.inevagelistrias.wordpress.com)

 

Τρεις αυτοί, τρεις κι εμείς (πασχαλινό διήγημα)

Σύγχρονη πολιτεία. Πλησίαζε το Πάσχα και η πόλη ήταν ήδη έτοιμη από καιρό να το υποδεχθεί. Τα εμπορικά μαγαζιά στολισμένα με κουνελάκια, αυγά πλαστικά όλων των χρωμάτων, λαμπάδες στολισμένες με παιχνίδια και η δημοτική αρχή είχε φροντίσει να τοποθετήσει μεγάλα φωτεινά στολίδια παντού.

Εκεί, σ’ αυτήν την πόλη της Δυτικής Μακεδονίας, ζούσαν και οι τρεις σπουδαστές τα τελευταία δύο χρόνια. Μέχρι τα δέκα οκτώ τους χρόνια, λίγο-πολύ, αν και μεγαλωμένοι σε διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, είχαν κι αυτοί έναν ήρεμο τρόπο ζωής, σύγχρονο και αμέριμνο. Τρόπο ζωής που τους πρόσφεραν απλόχερα οι γονείς, χωρίς ποτέ να ανησυχούν για κάτι το βιοτικό, γιατί απλά ήταν εξασφαλισμένο.

Αυτό το Πάσχα λοιπόν, είπαν να το γιορτάσουν διαφορετικά, μακριά απ’ τους γονείς. Είκοσι χρονών όλοι τους, σκέφτηκαν ότι ήρθε η ώρα να κάνουν το δικό τους «θέλω». Όχι κάτι τόσο διαφορετικό βέβαια απ’ αυτό που έκαναν και τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή Πάσχα ίσον ευκαιρία για διακοπές, δηλαδή τα γνωστά: βόλτες με φίλους, καφεδάκια και ποτάκια όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, στην Ανάσταση για πέντε λεπτά και μετά το «Χριστός Ανέστη», φαγητό με τους γονείς και έξοδος μέχρι το πρωί και μετά ύπνο ως το μεσημέρι, που ήταν έτοιμο πάλι το φαγητό. Απλά το διαφορετικό θα ήταν ότι θα έκαναν Πάσχα στην πόλη που σπούδαζαν.

Αυτήν τη Μεγάλη Παρασκευή θα μαζεύονταν νωρίς απ’ την έξοδό τους. Έτσι, ένα καφεδάκι το πρωί «χαλαρά», ύπνο το μεσημέρι και το «απογευματάκι» μία απ’ τα ίδια, όχι ως αργά όμως. Είχαν σκεφτεί την άλλη μέρα να την εκμεταλλευτούν με μία μεγάλη ανάβαση από νωρίς στο βουνό.

Ήταν πραγματικά ωραίο το κλίμα, η ατμόσφαιρα, τα πάντα γιορτινά. Κόσμος παντού στις καφετέριες, μία εύθυμη προσέγγιση του Πάσχα, τι κι αν ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ναι, γιατί όχι; Όλα φωτεινά, όλοι χαρούμενοι κι εκεί που έπινες τον καφέ ή το ποτό σου, πέρναγε κι ο Επιτάφιος απ’ έξω και ήταν ακόμα πιο όμορφο το κλίμα. Κάποιοι σηκώνονταν τελευταία στιγμή απ’ τις καρέκλες τους από σεβασμό ή αμηχανία. Οι τρεις απλά σηκώθηκαν κι αυτοί και μετά ξανακάθησαν.

Το Μέγα Σάββατο ξεκίνησαν κατά την 9 π.μ. με το αυτοκίνητο του ενός, ώσπου έφτασαν μέχρι εκεί που πήγαινε αυτοκίνητο. Από εκεί και πέρα συνέχισαν με τα πόδια – έτσι ήταν προγραμματισμένο, ήθελαν να φτάσουν όσο ψηλότερα γίνεται και απ’ εκεί να δουν τη θέα, να βγάλουν φωτογραφίες, να τις αναρτήσουν στο διαδίκτυο κι όλ’ αυτά. Ο στόχος ήταν περίπου τα χίλια διακόσια μέτρα υψόμετρο, είχαν ακούσει για μία πολύ ωραία τοποθεσία.

Στην αρχή το μονοπάτι ήταν πολύ προσβάσιμο, όχι απότομο, όχι δύσκολο. Είχε καλή μέρα, ήταν ευδιάθετοι και πότε πότε έβγαζαν και καμία φωτογραφία και γινόταν η απαραίτητη ανάρτηση. Έφτασε μεσημέρι και ήταν ώρα για ανάπαυλα με τα απαραίτητα σαντουϊτσάκια. Ο ένας απ’ τους τρεις επιχείρησε να αναρτήσει μία φωτογραφία, αλλά δεν είχε πρόσβαση στο δίκτυο. Όταν το είπε στους άλλους δύο, εκείνοι του απάντησαν ότι σίγουρα θα είχε πιο πάνω σήμα το κινητό. Έτσι, απλά συνέχισαν.

Η συνέχεια ήταν όμως πιο δύσκολη. Ανηφορικό το μονοπάτι και μάλιστα δε μπορούσαν να το ακολουθήσουν εύκολα. Εκεί πήραν την απόφαση να βγουν απ’ αυτό και να ανέβουν από πιο βατό δρόμο. Μ’ αυτά και μ’ αυτά η ώρα πέρασε. Ήταν ήδη «απογευματάκι», όπως έλεγαν οι τρεις νέοι και ότι θα ήταν ώρα για «καφεδάκι» κάτω στην πόλη. Είχαν αρχίσει να κουράζονται και το πιο σημαντικό; Τους είχε απομείνει μόνο μισό λίτρο νερό.

Τότε κάποιος είδε το ρολόι, η ώρα ήταν 7.30 μ.μ. Τους είχε ξεγελάσει η πρόσφατη αλλαγή της ώρας. Ανησύχησαν για τα καλά και σαν να μην έφτανε αυτό, πυκνή ομίχλη τους σκέπασε γρήγορα. Φοβήθηκαν κι αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω. Πώς όμως; Είχαν χαθεί. Η ομίχλη εξαφάνισε και το τελευταίο φως της ημέρας. Ήπιαν το νερό που τους είχε απομείνει και ξεκίνησαν στο σκοτάδι. Ένας επιχείρησε να πάρει τηλέφωνο. Πού; Οπουδήποτε. Μάνα, πατέρα, γιαγιά, αστυνομία ίσως… Τίποτα, δεν είχε σήμα. Το ίδιο επιχείρησαν και οι άλλοι, αλλά μάταια. Εκεί έκαναν για πρώτη φορά το σταυρό τους.

Ξέσπασε απότομα καταιγίδα. Δεν ήξεραν πού πήγαιναν, παραπατούσαν, είχαν γίνει μούσκεμα, έτρεμαν απ’ το κρύο. Περιπλανήθηκαν για τρεις, ίσως και παραπάνω ώρες. Βρήκαν ένα δέντρο και στάθηκαν από κάτω. Κεραυνοί κι αστραπές εδώ, εκεί, παραδίπλα τους. Ήρθαν σε απόγνωση, αγκαλιάστηκαν καθήμενοι. Έτρεμαν, έκλαιγαν, λύγισαν… «Χριστέ μου, βοήθησέ μας», είπε ένας με τρεμάμενη φωνή. «Χριστέ μου, βοήθησέ μας», άρχισαν να επαναλαμβάνουν όλοι με ασυντόνιστες φωνές, ενώ καθήμενοι όπως ήταν, κουνούσαν τα σώματά τους αγκαλιασμένοι μπρος πίσω και χωρίς ρυθμό.

Σε λίγο η βροχή σταμάτησε. Αλλά και τι μ’ αυτό; Δε μπορούσαν ούτε καν να σηκωθούν απ’ την θέση τους. Μέσα στα σταλάματα των δέντρων, σαν να ακούστηκε άνθρωπος, όχι όμως να μιλάει, αλλά να τραγουδάει, όχι όμως να τραγουδάει, αλλά να… ψέλνει: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος». Φως, κουράγιο, ελπίδα γέμισε την ψυχή τους. Τελικά αυτό είχαν ανάγκη εκείνη την ώρα, όχι το σώμα να πάρει μπροστά, αλλά η ψυχή. Κίνησαν κατά ‘κει, προς την φωνή. Δεν ήταν μακριά, ήταν σχεδόν δίπλα τους, στα πενήντα μέτρα. Έφτασαν. Κοίταξαν από ένα παραθυράκι μέσα στην καλύβα. Δεν ήταν καλύβα, αλλά έμοιαζε εκκλησία. Πέντε καντήλια και τρία κεριά όλα- όλα τα φώτα του.

Ήταν τρεις καλόγεροι μέσα, ήταν ντυμένοι με παλιά ράσα, σχεδόν σχισμένα κι ο ένας στεκόταν μπροστά απ’ το ιερό ντυμένος κι αυτός με παλιά άμφια και όλοι κρατούσαν από ένα κερί στο χέρι. Άγριοι στο πρόσωπο, αλλά φωτεινοί. Ψιλοφοβήθηκαν οι τρεις φίλοι. Ένας είπε: «Τρεις αυτοί, τρεις κι εμείς» και άνοιξε την παλιά πόρτα και μπήκαν μέσα. Οι τρεις καλόγεροι δεν ταράχθηκαν. Έτσι, μέσα στην αμηχανία τους, με τεντωμένες τις αισθήσεις τους, μη ξέροντας πώς να φερθούν, άκουσαν εκείνη την ώρα τον ιερέα να διαβάζει απ’ το βιβλίο τούτα τα λόγια απ’ τον κατηχητικό λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου για το Πάσχα, που λένε στο τέλος της λειτουργίας της Αναστάσεως οι ιερείς: «… Εί τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ων ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον˙ αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης˙ και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται˙ και τα έργα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται˙ και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί. Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου υμών˙ και πρώτοι και δεύτεροι τον μισθόν απολαύετε…», που σημαίνει: «… Όποιος προσήλθε μετά την δωδεκάτην, ας μην έχει κανένα φόβο, ότι τάχα, επειδή έχει φτάσει καθυστερημένος, δεν θα τον δεχθεί ο Θεός. Γιατί ο Κύριος δίνει πλουσιοπάροχα τις δωρεές Του. Γι’ αυτό δέχεται και τον τελευταίο, με την ίδια προθυμία που είχε δεχτεί και τον πρώτο. Χαρίζει ανάπαυση και ειρήνη σ’ εκείνον που έφτασε αργά, όπως ακριβώς κάνει και με τον πρώτο. Ελεεί κι εκείνον που έφτασε τελευταίος, αλλά περιποιείται κι εκείνον που πρώτος ήρθε. Και στον έναν δίνει και στον άλλο προσφέρει. Και τα έργα της αρετής δέχεται, αλλά και την απλή διάθεση αναγνωρίζει. Και την πράξη την αγαθή τιμά , αλλά και την απλήν πρόθεση επαινεί. Εισέλθετε λοιπόν όλοι στη χαρά του Κυρίου σας. Και εκείνοι που πρώτοι φτάσατε κι όσοι ήρθατε δεύτεροι, λάβετε τον μισθόν σας…» και σπουδαστές όπως ήταν και οι τρεις και ήξεραν από γράμματα, κατάλαβαν αμέσως τα λόγια που ήταν γι’ αυτούς τους τελευταίους, αλλά όχι έσχατους και ξέσπασαν σε λυγμούς.

Ήταν Ανάσταση! Ανάσταση για όλον τον κόσμο! Ανάσταση και γι’ αυτούς, που προσήλθαν την τελευταία στιγμή. Αφού είπαν το «Χριστός Ανέστη» και το «Αληθώς Ανέστη», πήγαν παραδίπλα, σε πραγματικό καλυβάκι αυτήν την φορά, όπου ένας καλόγερος άναψε την ξυλόσομπα και ζέστανε τη μαγειρίτσα. Η μαγειρίτσα αυτή ήταν διαφορετική, με ψάρια και χόρτα του βουνού, αυστηρά μοναστηριακή. Η πιο νόστιμη μαγειρίτσα όλου του κόσμου, το πιο νόστιμο φαγητό όλου του κόσμου. Τι κι αν δεν είχαν κρέας, τι κι αν δεν ήταν στον κόσμο; Έκαναν Ανάσταση πραγματική, το πρώτο πραγματικό Πάσχα στη ζωή τους και το κατάλαβαν βαθιά μέσα στην ψυχή τους. Ένας απ’ τους φίλους ψέλλισε: «Τρεις αυτοί, τρεις κι εμείς. Τι τρεις αυτοί όμως και τι τρεις εμείς; Μόνο πενήντα μέτρα μας χώριζαν απ’ τον Χριστό…, εμείς όμως πόσο μακριά… Χριστός Ανέστη!».

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Το μήνυμα της Αναστάσεως

Το σημαντικότερο μέρος του έργου του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του πολυγραφότερου πατέρα της εκκλησίας, αποτελούν οι ποικίλου περιεχομένου λόγοι και ομιλίες που εκφώνησε με διάφορες αφορμές. Στους λόγους αυτούς χρωστά τη μεγάλη φήμη που απολάμβανε ως εκκλησιαστικός ρήτορας ήδη από την εποχή του (φήμη που του χάρισε άλλωστε από τον 5ο αι. μ.Χ. την προσωνυμία «Χρυσόστομος»). Η ρητορική του δεινότητα οφειλόταν εν πολλοίς στην εξαιρετική εκπαίδευση που είχε λάβει ως νέος στην Αντιόχεια κοντά στον περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο. Τα θέματα που συνήθως τον απασχολούν είναι κυρίως ηθικά και κοινωνικά, ενώ η γλώσσα του είναι σχετικά απλή. Πολλοί από τους λόγους του έχουν επικαιρικό χαρακτήρα, αλλά αρκετοί είναι επίσης κατηχητικοί, δογματικοί και εορταστικοί. Στους κατηχητικούς (τους σχετικούς δηλ. με τη διδασκαλία του δόγματος) λόγους του Ιωάννη συγκαταλέγεται και ο Κατηχητικὸς εἰς τὸ ἅγιον πάσχα, ο οποίος μέχρι και σήμερα διαβάζεται στο τέλος της Λειτουργίας της Αναστάσεως. Αν και η γνησιότητα του λόγου έχει αμφισβητηθεί από ορισμένους φιλολόγους, ο λόγος δεν παύει σε κάθε περίπτωση να αποτελεί εξαίρετο δείγμα έντεχνης χριστιανικής πεζογραφίας. Η ιδιαιτερότητά του δεν έγκειται μόνο στην ευρεία χρήση ρητορικών τρόπων αλλά και στα ποιητικά στοιχεία που ενυπάρχουν σ’ αυτόν, τα οποία επιτρέπουν ίσως τη διαπίστωση συγγένειας με την υμνογραφία.

Κατηχητικὸς εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα

Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως· εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ· εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαβέτω νῦν τὸ δηνάριον. Εἴ τις ἀπὸ πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα· εἴ τις μετὰ τὴν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω· εἴ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω· καὶ γὰρ οὐδὲν ζημιοῦται· εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐνάτην, προσελθέτω μηδὲν ἐνδοιάζων· εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῇ τὴν βραδυτῆτα. Φιλότιμος γὰρ ὢν ὁ δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον, καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον· ἀναπαύει τὸν τῆς ἑνδεκάτης, ὡς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης· καὶ τὸν ὕστερον ἐλεεῖ, καὶ τὸν πρῶτον θεραπεύει· κἀκείνῳ δίδωσι, καὶ τούτῳ χαρίζεται. Καὶ τὰ ἔργα δέχεται, καὶ τὴν γνώμην ἀσπάζεται. Καὶ τὴν πρᾶξιν τιμᾷ, καὶ τὴν πρόθεσιν ἐπαινεῖ. Οὐκοῦν εἰσέλθητε πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν. Καὶ πρῶτοι καὶ δεύτεροι τὸν μισθὸν ἀπολάβετε, πλούσιοι καὶ πένητες μετ᾽ ἀλλήλων χορεύσατε, ἐγκρατεῖς καὶ ῥᾴθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε, νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες εὐφράνθητε σήμερον. Ἠ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες· ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθοι πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδεὶς θρηνείτω πενίαν· ἐφάνη γὰρ ἡ κοινὴ βασιλεία. Mηδεὶς ὀδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε· μηδεὶς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος· ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ᾽ αὐτοῦ κατεχόμενος· ἐσκύλευσε τὸν ᾅδην κατελθὼν εἰς τὸν ᾅδην. Ἐπίκρανεν αὐτὸν γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ. Καὶ τοῦτο προλαβὼν Ἡσαΐας ἐβόησεν· ὁ ᾅδης, φησίν, ἐπικράνθη. Συναντήσας σοι κάτω ἐπικράνθη· καὶ γὰρ κατηργήθη· ἐπικράνθη, καὶ γὰρ ἐνεπαίχθη. Ἒλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν· ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ· ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε, καὶ πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε. Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; Ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι· ἀνέστη Χριστός, καὶ πεπτώκασι δαίμονες· ἀνέστη Χριστός, καὶ χαίρουσιν ἄγγελοι· ἀνέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται· ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος. Χριστὸς γὰρ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Ερμηνεία

Αν είναι κανείς πιστός και ευλαβής, ας απολαύσει την ωραία αυτή και λαμπρά πανήγυρη. Αν είναι κανείς δούλος σώφρων, ας εισέλθει χαρούμενος στη χαρά του Κυρίου του. Αν καταπονήθηκε κανείς από τη νηστεία, ας λάβει τώρα το δηνάριο. Αν δούλεψε κανείς από την αυγή, ας δεχτεί σήμερα τη δίκαιη αμοιβή. Αν κανείς ήλθε αργά το πρωί, ας εορτάσει ευγνώμων. Αν έφτασε κανείς μεσημέρι, ας μην αμφιβάλλει καθόλου· γιατί καθόλου δεν ζημιώνεται. Αν έφτασε κανείς αργά το απομεσήμερο, ας πλησιάσει χωρίς ενδοιασμό. Αν έφτασε κανείς μόλις την ενδεκάτη, ας μην φοβηθεί για την αργοπορία· όντας ο κύριος του οίκου γενναιόδωρος δέχεται τον έσχατο όπως ακριβώς και τον πρώτο. Προσφέρει ξεκούραση σε κείνον που εργάστηκε την ενδεκάτη όπως σε κείνον που εργάστηκε από την αυγή. Και τον τελευταίο ευσπλαχνίζεται, και τον πρώτο περιποιείται. Και σε κείνον δίνει, και σ᾽ αυτόν χαρίζει. Και τα έργα υποδέχεται, και τη γνώμη καλωσορίζει. Και την πράξη τιμά, και την πρόθεση επαινεί. Εισέλθετε λοιπόν όλοι στη χαρά του Κυρίου μας. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι λάβετε την αμοιβή σας. Πλούσιοι και φτωχοί χορέψτε αγκαλιασμένοι. Εγκρατείς και αμέριμνοι τιμήσατε την ημέρα. Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες ευφρανθείτε σήμερα. Το τραπέζι είναι γεμάτο, απολαύστε την πολυτέλεια όλοι. Ο μόσχος είναι πολύς, κανείς ας μη φύγει πεινασμένος. Απολαύστε τον πλούτο της χρηστότητας. Κανείς ας μη θρηνεί τη φτώχεια· εμφανίστηκε η κοινή βασιλεία. Κανείς ας μην οδύρεται για τα σφάλματά του· γιατί ανέτειλε από τον τάφο η συγχώρεση. Κανείς ας μη φοβάται το θάνατο· γιατί ο θάνατος του Σωτήρα μάς ελευθέρωσε. Τον έσβησε, ενώ ήταν υπό την εξουσία του. Τιμώρησε τον Άδη, αφού πρώτα κατέβηκε στον Άδη. Τον επίκρανε, όταν εκείνος γεύτηκε τη σάρκα του. Ο Ησαΐας το προφήτευσε αυτό: «Ο Άδης», λέει, «επικράνθη». Όταν σε συνάντησε κάτω, επικράνθη. Γιατί καταργήθηκε. Επικράνθη, γιατί ενεπαίχθη. Πήρε στα χέρια του ανθρώπινο σώμα, και βρέθηκε μπροστά στον Θεό. Πήρε γη, και βρήκε ουρανό. Πήρε αυτό που έβλεπε, και έπεσε σ᾽ αυτό που δεν έβλεπε. «Πού είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Πού είναι, Άδη, η νίκη σου;». Αναστήθηκε ο Χριστός, και συ καταβαραθρώθηκες. Αναστήθηκε ο Χριστός, και οι δαίμονες ρίχτηκαν κάτω. Αναστήθηκε ο Χριστός, και χαίρονται οι άγγελοι. Αναστήθηκε ο Χριστός και η ζωή παντού βασιλεύει. Αναστήθηκε ο Χριστός, και κανείς νεκρός δεν μένει πια στο μνήμα. Γιατί ο Χριστός σηκώθηκε από το μνήμα και έγινε οδηγός των κεκοιμημένων. Σ᾽ αυτόν η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ